ὀχλέω

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit

Menander, Monostichoi, 325
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχλέω Medium diacritics: ὀχλέω Low diacritics: οχλέω Capitals: ΟΧΛΕΩ
Transliteration A: ochléō Transliteration B: ochleō Transliteration C: ochleo Beta Code: o)xle/w

English (LSJ)

(ὄχλος)

   A move, disturb, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται all the pebbles are rolled or swept away by the water, Il.21.261.    II generally, trouble, importune, c. acc., Hdt.5.41; ὀχλεῖς μάτην με A.Pr.1001; disturb citizens by false alarms, Aen. Tact.6.1: abs., to be troublesome or irksome, Hp.Epid.2.1.3, S.OT446, OGI262.22 (Baetocaece); ὀ. πρὸς αὐγάς impede the sight, Hp.Prorrh.1.147 = Coac.191 (v.l.): freq. in Pap., POxy.269 ii 4 (i A. D.), etc.:—Pass., to be troubled, ὑπέρ τινος Arist.EN1167a10, cf. 1171b19; ἀσθενείᾳ σώματος Plb.Fr.188; ὑπὸ ὑδέρου Hippiatr.38; τὴν ἀκοήν Phld.Po.2.18; cf. ἐνοχλέω: later c. inf., μὴ ὀχλοῦ δὲ πέμπειν τι ἡμῖν don't trouble to . ., POxy.1481.6 (ii A. D.).    III in Pass., to be crowded, ὁδὸς . . ἥτις οὐ πολὺ ὀχλεῖται Ceb.15 (nisi πολυοχλεῖται leg.).

German (Pape)

[Seite 430] 1) = Vorigem, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται, alle Steinchen werden fortgerollt, vom Wasser, Il. 21, 261; VLL. κινοῦνται, κυλινδοῦνται. – 2) (ὄχλος) durch die Menge beunruhigen, übh. belästigen; ὀχλεῖς μάτην με, Aesch. Prom. 1003; ὡς παρὼν σύ γ' ἐμποδὼν ὀχλεῖς, Soph. O. R. 446; ὤχλευν αὐτήν, Her. 5, 41. – Pass. bei Suid. – Gew. im comp. ἐνοχλέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλέω: (ὀχλός) κινῶ, διαταράττω, κυλίω, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται, κυλίονται, παρασύρονται ὑπὸ τοῦ ὕδατος. Ἰλ. Φ. 261. ΙΙ. καθόλου, ταράττω, ἐνοχλῶ, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 5. 41· ὀχλεῖς μάτην με Αἰσχύλ. Πρ. 1001· ἀπολ., εἶμαι ἐνοχλητικός, ὀχληρός, Ἱππ. 996Β, Σοφ. Ο. Τ. 446· ὀχλ. πρὸς αὐγάς, ἐνοχλεῖν, ἐμποδίζειν τὴν ὅρασιν, Ἱππ. 80Ε, 149C. - Παθ., ἐνοχλοῦμαι, ταράττομαι, ὑπέρ τινος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 5, 3, πρβλ. 9. 11, 5· ἀσθενείᾳ σώματος Ἄδηλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ὄχλου· πρβλ. ἐνοχλέω. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., πληροῦμαι ὄχλου, ὁδὸς ὀχλεῖται Κέβητ. Πίνακ. 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 remuer, mouvoir, particul. rouler comme d’un mouvement houleux;
2 fig. harceler, tourmenter.
Étymologie: ὄχλος.

English (Autenrieth)

(ὀχλός): only pass., ὀχλεῦνται, are swept away, Il. 21.261†.

English (Strong)

from ὄχλος; to mob, i.e. (by implication) to harass: vex.

English (Thayer)

ὄχλῳ: present passive participle ὀχλουμενος; (ὄχλος); properly, to excite a mob against one; (in Homer (Iliad 21,261) to disturb, roll away); universally, to trouble, molest (τινα, Herodotus 5,41; Aeschylus, others); absolutely, to be in confusion, in an uproar (to be vexed, molested, troubled: by demons, R G L (where T Tr WH ἐνοχλούμενοι — the like variation of text in Herodian, 6,3, 4); ἐνοχλέω, παρενοχλέω.)

Greek Monotonic

ὀχλέω: μέλ. -ήσω·
I. κινώ, διαταράζω, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται (Ιων. αντί -οῦνται), όλα τα χαλίκια κύλισαν προς τα μπρος ή παρασύρθηκαν από το νερό, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ενοχλώ, βαρύνω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απόλ., ενοχλώ, στενοχωρώ, σε Σοφ.