ἀτύχημα
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ατος, τό,
A misfortune, miscarriage, Antipho 3.4.5 (v.l.), Timocl.6.18. 2 fault of ignorance, mistake, D.23.70; opp. ἀδίκημα, ἁμάρτημα, Gorg.11, Arist.Rh.1374b6, EN1135b12: euphem., crime, ἀ. πρὸς τὸ δημόσιον Is.10.20, cf.Plb.12.14.2.
German (Pape)
[Seite 390] τό, das Unglück, bes. das Mißlingen einer Sache, von Thuc. an öfter bei den Rednern u. Plut. Nach Arist. Eth. 5, 8 ὅταν παραλόγως ἡ βλάβη γένηται, im Ggstz des verschuldeten Unglücks, ἁμάρτημα, u. von ἀδίκημα, rhet. 1, 13. Doch Pol. 12, 4 ist es Uebelthat; vgl. 5, 67; auch Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτύχημα: τό, δυστύχημα, ἀποτυχία, σφάλμα, δυσάρεστον συμβὰν Ἀντιφῶν 125. 29, Ἰσαῖος 81. 42, Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιαζούσαις» 1. 18, Δημ. 643. 10, κτλ. 2) σφάλμα ἐξ ἀγνοίας, λάθος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀδίκημα καὶ ἁμάρτημα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 16. Ἠθ. Ν. 5. 8, 7· κατ’ εὐφημισμόν, ἔγκλημα, κακούργημα, Πολύβ. 12. 14, 2, πρβλ. αὐτόθι 13. 5.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 infortune, insuccès, échec;
2 faute involontaire, méprise;
ἀτυχέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ῠ-]
1 desventura, infortunio περισσότερα ἀτυχήματα Antipho 3.4.5, τὰ μείζονα ... πέπονθε τις ἀτυχήματα Timocl.6.18, τὸ πρᾶγμ' ἀτύχημα συμβέβηκεν D.22.17, τῶν δὲ ἀτυχημάτων ἁπάντων Δημοσθένην (αἴτιον γεγενημένον) Aeschin.3.57, ἐπάγομαι μέγ' ἀτύχημα Men.Sam.218, τὸ ... ἀτύχημα τῇ πόλει συμβάν D.Chr.34.7, ἐν ἀτυχήμασιν εὐτυχεῖν Ach.Tat.1.8.8, cf. Plb.12.14.2, Eun.VS 461
•ref. a una pers. calamidad ἐν δὲ ταῖς ἐνεργείας ταπεινοί ... ὅλοι ἀτυχήματα y en las acciones somos abyectos ... completas calamidades Arr.Epict.2.16.18, tb. ref. a animales, Arr.Epict.1.3.7, 9.
2 falta involuntaria, error fortuito op. ἁμάρτημα Gorg.B 11.19, Arist.EN 1135b17, ἔστιν ἀτυχήματα ... ὅσα παράλογα καὶ μὴ ἀπὸ μοχθηρίας Arist.Rh.1374b6, cf. Plu.2.468a
•euf. delito ἀ. πρὸς τὸ δημόσιον Is.10.20.
Greek Monolingual
το (AM ἀτύχημα) ατυχής
δυστύχημα, δυσάρεστο γεγονός
αρχ.
1. σφάλμα ή παράπτωμα που έγινε από άγνοια, σε αντίθεση με το αδίκημα
2. σωματικό ελάττωμα
3. (ευφημιστικά) έγκλημα.