δίζυξ
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
ζῠγος,
A double-yoked, ἵπποι Il.5.195, 10.473; double, δίζυγος ἠπείροιο AP4.3b.40 (Agath.); δ. χαλκός castanets, ib.9.139 (Claudian): neut. pl., δίζυγα ξύλα IG12(9).907.30 (Chalcis); δίζυγι πυρί Nonn.D.22.352; δ. κῶλα having two bones (cf. διζυγής), Paul. Aeg.6.107.
German (Pape)
[Seite 623] υγος, zweispännig, zu zweien zusammengespannt; Homer zweimal, Iliad. 5, 195. 10, 473 παρὰ δέ σφιν ἑκάστῳ δίζυγες ἵπποι
French (Bailly abrégé)
-ζυγός (ὁ, ἡ)
attelé à deux.
Étymologie: δίς, ζεύγνυμι.
English (Autenrieth)
υγος (ζεύγνῦμι): pl., yoked two abreast, Il. 5.195 and Il. 10.473.
Spanish (DGE)
-ῠγος
1 en plu. uncidos de dos en dos δίζυγες ἵπποι Il.5.195, 10.473.
2 doble, que consta de dos partes δ. ... χαλκός de los crótalos AP 9.139 (Claudianus), αὐλός Nonn.D.8.17, συνωρὶς δ. παίδων Nonn.D.9.96, εὐεπίη AP 16.316 (Michaelius), op. μονόζυξ: ξύλα IG 12(9).907.30 (Calcis IV d.C.), δίζυγα κῶλα miembros que tienen dos huesos Paul.Aeg.6.107.2
•doble, que consiste en dos μαζός Nonn.D.9.97, πῦρ Nonn.D.22.352, δίζυγος ἠπείροιο ... κεραίη AP 4.86, cf. 9.482 (ambos Agath.)
•c. plu. dos δίζυγες ... υἱέες dos hijos, IEryth.303.2 (heleníst.), δίζυγες ... πόδες Nonn.D.9.179
•de dos en dos περόωσι ... δίζυγες ἄλλοι Opp.H.1.444.
Greek Monolingual
δίζυξ, ο, η και διζυγής, -ές (Α)
1. (για ζώα) ο ζευγμένος με άλλον
2. διπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -ζυξ < (θ.) ζυγ- του εζύγην, παθητικός αόρ. β' του ζεύγνυμι (πρβλ. άζυξ, ομόζυξ, σύζυξ)].
Greek Monotonic
δίζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ (ζυγόν), αυτός που βρίσκεται μαζί με κάποιον άλλο στο ζυγό, ἵπποι, σε Ομήρ. Ιλ.· διπλός, σε Ανθ.