ἐθνικός

From LSJ
Revision as of 22:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθνικός Medium diacritics: ἐθνικός Low diacritics: εθνικός Capitals: ΕΘΝΙΚΟΣ
Transliteration A: ethnikós Transliteration B: ethnikos Transliteration C: ethnikos Beta Code: e)qniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A national, συστάσεις Plb.30.13.6; διαστάσεις Id.4.21.2; χρεῖαι D.S.18.13; ἰδιότητες Phld.Rh.1.154 S.; διαφοραί Str.2.3.1.    II foreign, gentile, Ev.Matt.5.47; ἐθνικῇ . . ἐν σοφία Epigr.Gr.430.6. Adv. -κῶς, opp. Ἰουδαϊκῶς, Ep.Gal.2.14.    b in the Roman Empire, provincial, Cod. Just.12.63.2.6.    III Gramm., indicating nationality, Str.14.2.28, D.T.636.11, A.D.Synt.190.20. Adv. -κῶς, παραχθέν ib.5, cf. Str.4.1.1, D.L.7.56.    2 dialectal, ἔθος A.D.Synt.46.1.    IV ἐθνικός, ὁ, tax-collector, POxy.126.13 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 720] zum Volke gehörig, ihm eigenthümlich, volksthümlich; ὀνομασίαι, ein Buch des Kallimachus, Ath. VII, 329 a; συστάσεις, Volksvereine, Pol. 30, 10, 6; a. Sp. – Im N. T. u. bei K. S. = heidnisch. – Adv. ἐθνικῶς, D. L. 7, 56 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθνικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἔθνους ἢ εἰς τὸ ἔθνος ἀνήκων, Πολύβ. 30. 10, 6, Διόδ. 18, 13. 2) ἐν τῇ γραμμ., Ἐθνικὸν ὄνομα, ὡς Λυδός, Φρύξ, Κάρ. ΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ξένος τῆς ἀληθοῦς λατρείας τοῦ Θεοῦ, εἰδωλολάτρης, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 17· ἐν τῷ πληθ., Ματθ. ϛ΄, 7 κτλ.: - ἐθνικῇ… ἐν σοφίᾳ Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 130. 6. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἐπιστ. π. Γαλάτ. β΄, 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
national.
Étymologie: ἔθνος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
A I1étnico, racial διαφοραί debidas a condicionamientos geog., Posidon.49.94, κατὰ τὰς ἐθνικὰς διαστάσεις ... διαφέρομεν Plb.4.21.2.
2 propio del pueblo o la nación, nacional κατὰ τὰς ἐθνικὰς συστάσεις op. κατὰ πόλιν Plb.23.1.3, cf. 30.13.6, 32.4.2, συμπολιτεία Plb.2.44.5, διά τινας ἐθνικὰς χρείας a causa de ciertos asuntos de orden nacional D.S.18.13, ref. al pueblo hebreo, Ph.2.92, 111, ἀρχὴ πάνδημος ἐθνική IMEG 16.6 (imper.), φωνή I.AI 12.36, ἰδιώματα Ptol.Tetr.2.2.1.
II gram.
1 dialectal Ἐθνικαὶ ὀνομασίαι Vocabulario dialectal tít. de una obra de Calímaco, Ath.329a, ἰδιότητες Phld.Rh.1.154, ἔθος A.D.Synt.46.1, cf. Eust.1854.14.
2 étnico, gentilicio (ὄνομα) ὡς Φρύξ, Γαλάτης D.T.637.5, εἶτα κατεχρησάμεθα ὡς ἐθνικῷ κοινῷ ὀνόματι de la palabra βάρβαρος que antes designaba sólo rasgos lingüísticos, Str.14.2.28, παραγωγὴ ἐ. derivación o formación de los gentilicios A.D.Synt.190.20, σύνταξις A.D.Synt.41.9, de los n. acabados en -ιος Gramm.Pap.17.35
subst. τὸ ἐ. el (nombre) gentilicio τὸ ἐ. Ἀβαῖος St.Byz.s.u. Ἄβαι, passim, τὰ Ἐθνικά Gentilicios, Nombres de pueblos tít. de la obra de Esteban de Bizancio, St.Byz.tít.
III relig. crist. gentil, pagano φιλίαι ἐθνικαί amistades con paganos Herm.Mand.10.1.4, cf. Tert.Adu.Marc.3.24, Hippol.Haer.7.19.9, Gr.Naz.M.36.332A, νύμφη AP 1.61, 69, 75
peyor. κοινὸν καὶ ἐθνικὸν καὶ ἀπαίδευτον καὶ ἀσελγῆ δείκνυσιν αὐτόν (τὸν ἄνθρωπον) la señalan (a una persona) como ordinaria, pagana, mal educada e insolente Clem.Al.Paed.2.6.49
subst. ὁ ἐ. el gentil op. al judío Eu.Matt.5.47, ὁ ἐ. καὶ ὁ τελώνης Eu.Matt.18.17, cf. Clem.Al.Strom.6.6.50, op. la ortodoxia crist., Ath.Al.M.26.1073D.
IV en la admin. imper. provincial ἐθνικαί τε καὶ πολιτικαὶ ἀρχαί TAM 2.713 (Licia II d.C.), en ép. biz. ἐθνικοὶ ἀποδέκται recaudadores provinciales, Cod.Iust.12.63.2.6, χρυσώνης PMasp.33.6, PLond.1664.5 (ambos VI d.C.)
subst. ὁ ἐ. mismo sent. POxy.126.13 (VI d.C.).
B adv. -ῶς
I 1según las características étnicas ὅσα μὲν οὖν φυσικῶς διώρισται δεῖ λέγειν τὸν γεωγράφον καὶ ὅσα ἐ. así que el geógrafo debe explicar qué cosas están definidas por características físicas y cuáles por las étnicas Str.4.1.1
con características nacionales en la def. estoica de dialecto διάλεκτός δέ ἐστι λέξις κεχαραγμένη ἐ. τε καὶ Ἑλληνικῶς D.L.7.56.
2 gram. como gentilicio o étnico παραχθέν A.D.Synt.190.5.
II en lit. crist. a la manera de los gentiles, como pagano op. ἰουδαϊκῶς Ep.Gal.2.14, ὁρῶ ... σε ... ἐ. ζῶντα A.Io.27.13, cf. Basil.M.29.445C.

English (Strong)

from ἔθνος; national ("ethnic"), i.e. (specially) a Gentile: heathen (man).

English (Thayer)

ἐθνικη, ἐθνικον (ethnos);
1. adapted to the genius or customs of a people, peculiar to a people, national: Polybius, Diodorus, others.
2. suited to the manners or language of foreigners, strange, foreign; so in the grammarians (cf. our 'gentile'].
3. in the N. T. savoring of the nature of pagans, alien to the worship of the true God, heathenish; substantively, ὁ ἐθνικός, the pagan, the Gentile: G L T Tr WH; L T Tr WH.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐθνικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος («εθνική υπόθεση»)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έθνη
3. (το επίθ. ως ουσ.) ο εθνικός
ο ειδωλολάτρης
4. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το εθνικό(ν)
παράγωγα ονόματα που δηλώνουν τον κάτοικο μιας χώρας ή πόλης ή αυτόν που κατάγεται από εκεί
νεοελλ.
«εθνική συνέλευση» — συνέλευση αντιπροσώπων του έθνους που εκπροσωπεί τη θέληση του
αρχ.
1. (στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία) επαρχιακός
2. διαλεκτικός
3. το αρσ. ως ουσ. ἐθνικός
ο φοροεισπράκτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έθνος (βλ. και λ. ειδωλολάτρης)].

Greek Monotonic

ἐθνικός: -ή, -όν (ἔθνος), ξένος, εθνικός, ειδωλολάτρης, σε Καινή Διαθήκη· επίρρ. -νικῶς, στο ίδ.