Ἑλληνοταμίαι

From LSJ
Revision as of 22:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἑλληνοτᾰμίαι Medium diacritics: Ἑλληνοταμίαι Low diacritics: Ελληνοταμίαι Capitals: ΕΛΛΗΝΟΤΑΜΙΑΙ
Transliteration A: Hellēnotamíai Transliteration B: Hellēnotamiai Transliteration C: Ellinotamiai Beta Code: *(ellhnotami/ai

English (LSJ)

ῶν, οἱ,

   A stewards of Greece, i.e. treasurers of the Confederacy of Delos, IG12.191.1, al., Antipho 5.69, And.3.38, Th.1.96, etc.:—hence Ἑλληνο-τᾰμιεία, ἡ, their office, X.Vect. 5.5 (-ταμία codd.).

Greek (Liddell-Scott)

Ἑλληνοτᾰμίαι: -ῶν, οἱ ταμίαι τῶν Ἑλλήνων, δηλ. ἄρχοντες διοριζόμενοι ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων (477 π. Χ.) πρὸς εἴσπραξιν τῶν συνεισφορῶν τῶν Ἑλληνίδων πόλεων διὰ τὸν Περσικὸν πόλεμον, Ἀντιφῶν 137, 31, Συλλ. Ἐπιγρ. 76 (416 περίπου π. Χ.), κ. ἀλλ.· - τὸ ταμεῖον αὐτῶν ἦτο κατὰ πρῶτον ἐν Δήλῳ, ἀλλὰ μετηνέχθη ὑπὸ τοῦ Περικλέους εἰς Ἀθήνας, πρβλ. Ἀνδοκ. 28. 16, Θουκ. 1. 96· - περὶ ἑλληνοταμιῶν ἴδε καὶ Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 45. 7 (Blass), καὶ Ἁρπ. ἐν λέξει, προσέτι Πολυδ. Η΄, 114, Σουΐδ., Ἡσύχ., Ζωναρ. σ. 684 Α. Β. 188, 16, κτλ.· - τὸ ἀξίωμα αὐτῶν ἐκαλεῖτο Ἑλληνοταμία (ἢ κάλλιον Ἑλληνοταμιεία), ἡ, Ξεν. Πόροι 5, 5.

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
Hellénotames, collecteurs et administrateurs des impositions levées, au nom d’Athènes, sur les cités grecques, pour la défense commune contre les Perses.
Étymologie: Ἕλλην, ταμίας.

Greek Monotonic

Ἑλληνοτᾰμίαι: -ων, οἱ, οι ταμίες, οι εισπράκτορες των Ελλήνων, δηλ. άρχοντες που έχουν οριστεί από τους Αθηναίους (477 π.Χ.) για την είσπραξη των συνεισφορών που κατέβαλαν οι ελληνικές συμμαχικές πόλεις-κράτη κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων, σε Θουκ.