ἐπαφίημι

From LSJ
Revision as of 22:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαφίημι Medium diacritics: ἐπαφίημι Low diacritics: επαφίημι Capitals: ΕΠΑΦΙΗΜΙ
Transliteration A: epaphíēmi Transliteration B: epaphiēmi Transliteration C: epafiimi Beta Code: e)pafi/hmi

English (LSJ)

   A throw at, discharge at, τὰ παλτά X.Cyr.4.1.3; κεραμίδα τινί Plu.2.241b; let loose upon, πρόβατα allow them to graze, Thphr. HP8.7.4, cf. BGU1251.11 (iii/ii B.C.), etc.; τοὺς ἱππεῖς τοῖς ἱππεῦσι Plb. 11.22.8; τοὺς εὐζώνους Id.10.39.3; ἐλέφαντας ἐ. τινί Paus.1.12.3, etc.; ἐμαυτόν τισι Alciphr.1.22:—Pass., εὐθὺ τὸν λίθον ἐπαφίεσθαι Aen. Tact.32.6.    2 let in upon, ὕδωρ τῷ σίτῳ Thphr.CP2.5.5:— Pass., Jul.Or.1.30a.    3 discharge, emit, ἐ. ὑγρότητα Arist.HA 550a13; ἐ. φωνήν utter, Id.Mir.847b2.

German (Pape)

[Seite 907] (s. ἵημι), gegen Einen loslassen; παλτά, schleudern, Xen. Cyr. 4, 1, 3; ἅρματα Luc. Zeux. 9; ἐλέφαντάς τινι Paus. 1, 12, 3; τοὺς κύνας τινί, auf Einen hetzen, Schol. Ar. Vesp. 705; κεραμίδα ἐπαφῆκεν αὐτῷ, warf auf ihn, Plut. Lacaen. apophth. p. 259; ἑαυτὸν τῷ πλακοῦντι, auf den Kuchen losstürzen, Alciphr. 1, 22; – φωνήν, von sich geben, Arist. mirab. ausc. 175; – τὰς ὄψεις τινί, die Augen auf Etwas richten, Hel.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαφίημι: μέλλ. -αφήσω, ῥίπτω ἐναντίον τινός, τὰ παλτὰ ἐπαφεῖναι Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3· κεραμίδα τινὶ Πλούτ. 2. 241Β· ἀπολύω ἐναντίον τινός, τοὺς ἱππεῖς καὶ τοὺς εὐζώνους ἐπαφιέναι τοῖς ἱππεῦσι τῶν ὑπεναντίων Πολύβ. 11. 22, 8· τοὺς εὐζώνους 10. 39, 3· ἐλέφαντας, κύνας ἐπ. τινὶ Παυσ. 1. 12, 3, κτλ.· ἐπαφῆκεν ἑαυτὸν τῷ πλακοῦντι Ἀλκίφρων 1. 22. 2) ἀφίνω τι νὰ τρέξῃ εἴς τι, ὕδωρ τῷ σίτῳ Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 5. 3) ἐκβάλλω, ἐπ. ὑγρότητα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 5· ἐπ. φωνήν, ἐκπέμπειν, ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 175.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπαφήσω, v. ἵημι;
lancer contre : ἐπ. τὰ παλτά XÉN lancer les javelots ; κεραμίδα τινί PLUT lancer une brique sur qqn.
Étymologie: ἐπί, ἀφίημι.

Greek Monotonic

ἐπαφίημι: μέλ. -αφήσω, ρίχνω εναντίον, με δοτ., σε Ξεν.