καταψεύδομαι

From LSJ
Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταψεύδομαι Medium diacritics: καταψεύδομαι Low diacritics: καταψεύδομαι Capitals: ΚΑΤΑΨΕΥΔΟΜΑΙ
Transliteration A: katapseúdomai Transliteration B: katapseudomai Transliteration C: katapseydomai Beta Code: katayeu/domai

English (LSJ)

fut. -ψεύσομαι: pf. -έψευσμαι D.55.8, Ep.3.35: also in pass. sense, as also aor. -εψεύσθην, v.infr. 11:—

   A tell lies against, speak falsely of, τινος Ar.Pax533, Lys. 16.8, Antipho 2.4.7, Pl.R.381d, D.21.134, etc.; κ. τινὸς πρός τινα accuse falsely to another, Plu. Them.25, Phoc.33: abs., Hyp.Lyc.8.    2 allege falsely against, τί τινος And. 1.8, Pl.Euthd.283e, R.391d; τὰ πλεῖστα κατεψεύσατό μου D.18.9; ἑαυτοῦ μωρίαν D.H.4.68.    3 say falsely, pretend, ὡς . . E.Ba.334; feign, invent, τι D.18.11.    4 c. gen., make a pretence of, ὕπνου Luc.Asin.7; give a false account of, γένους Arist.Pr.950b6; τῶν πραγμάτων J.BJ Prooem.1.    II Pass., to be falsely reported, Ἑλληνικὸς ὅρκος -ψεύδεται Theon Prog.2; τὰ κατεψευσμένα false allegations, Antipho 5.19; to be falsely accused, προδότης εἶναι κατεψεύσθη Philostr.Her.10.7, cf.VA5.24.    2 of writings, to be falsely attributed, τινος to one, Ael.VH12.36: abs., to be spurious, Ath.15.697a, Plu.2.833c.    3 to be wrong, in error, Phld.Mus.p.103 K., Str.9.2.33: c.gen., about... Sor.1.14, 2.4.

Greek (Liddell-Scott)

καταψεύδομαι: ἀποθ., μέλλ. -ψεύσομαι: πρκμ. -έψευσμαι Δημ. 1274. 4, πρβλ. 1483. 5, ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ παθητ. ἐννοίας ὡς καὶ ὁ ἀόρ. -εψεύσθην, ἴδε κατωτέρω ΙΙ. Λέγω ψεύδη ἐναντίον τινός, ὁμιλῶ ψευδῶς περί τινος, τινος Ἀριστοφ. Εἰρ. 533, Λυσ. 146. 21, Πλάτ. Πολ. 381D, Δημ. 558. 26· οὗτοι δι’ ἔχθραν καταψεύδονταί μου, καταψευδομαρτυροῦμαι 559, 14· κατ. τινος πρός τινα, ψευδῶς κατηγορῶ τινα πρὸς ἄλλον, Πλουτ. Θεμιστ. 25, Φωκ. 33. 2) ἀναφέρω ψευδῶς ἐναντίον, τί τινος Ἀντιφῶν 120. 5, Ἀνδοκ. 2. 18, Πλάτ. Εὐθύδ. 283Α, Πολ. 391D· τὰ πλεῖστα κατεψεύσατό μου Δημ. 228. 9. 3) λέγω ψευδῶς, πλάττω, προφασίζομαι, καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι θεὸς Εὐρ. Βάκχ. 334· προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἐπινοῶ, ἃ κατεψεύδου καὶ διέβαλλες Δημ. 229. 2, Διον. Ἁλ. 4. 68. 4) μετὰ γεν., ὑποκρίνομά τι, προσποιοῦμαι, ὕπνου Λουκ. Ὄν. 7· ἢ, δίδω ἐσφαλμένην πληροφορίαν περί τινος, τοῦ γένους Ἀριστ. Προβλ. 28. 3, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. ΙΙ. ὡσαύτως ὡς παθ., ψευδῶς ἀναφέρομαι, κατ’ ἐνεστ., Θεοπόμ. Ἱστ. παρὰ Θέων. Προγυμν. 2· ἐν τῷ πρκμ., τὰ κατεψευσμένα, ψευδεῖς διαβεβαιώσεις ἢ ἰσχυρισμοί, Ἀντιφῶν 131. 85· ἐν τῷ ἀορ., προδότης εἶναι κατεψεύσθη, ψευδῶς κατηγορήθη, Φιλόστρ. 714. 2) ἐπὶ συγγραμμάτων, ψευδῶς ἀποδίδομαι, τινος, εἴς τινα· εἰμὴ οὐκ εἰσὶν Ἡσιόδου τὰ ἔπη, ἀλλ’ ὡς πολλὰ καὶ ἄλλα κατέψευσται αὐτοῦ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 36· ἀπολ., εἶμαι νόθος, Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀπολογίᾳ, εἰ μὴ κατέψευσται ὁ λόγος Ἀθήν. 697Α, Πλουτ. Θεμ. 2.

French (Bailly abrégé)

f. καταψεύσομαι, ao. κατεψευσάμην au sens. Act., κατεψεύσθην au sens Pass., pf. κατέψευσμαι;
I. au sens Act. 1 proférer un mensonge ou une calomnie : τινος contre qqn ; τινός τι accuser faussement qqn de qch ; τινος πρός τινα accuser faussement une personne auprès d’une autre;
2 avec un seul rég. faire une fausse déclaration au sujet de : ὕπνου LUC prétexter le sommeil ; simpl. feindre, imaginer, acc.;
II. Pass. (d’ord. à l’ao. κατεψεύσθην, et qqf au pf., rar. au prés.) être imaginé faussement ; en parl. d’écrits κ. τινος ÉL être faussement attribué à qqn ; abs. être faux ou apocryphe.
Étymologie: κατά, ψεύδω.

Greek Monolingual

καταψεύδομαι (AM)
λέω ψέματα, ισχυρίζομαι ψεύτικα, προφασίζομαι («καὶ καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι Σεμέλης», Ευρ.)
αρχ.
1. κατηγορώ κάποιον λέγοντας ψέματα, διαβάλλω («παῡσαί μου πρὸς τὸν βασιλέα καταψευδόμενος», Πλούτ.)
2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («ἃ καταψεύδου καὶ διέβαλλες ἐξετάσω», Δημοσθ.)
3. παριστάνω ψευδώς, διαστρέφω, παραμορφώνω
4. δίνω ψευδείς, εσφαλμένες πληροφορίες για κάποιον ή κάτι («καταψεύδεσθαι γένους», Αριστοτ.)
5. (ως παθ.) (για σύγγραμμα) αποδίδομαι εσφαλμένα σε κάποιον, είμαι νόθος, ψευδεπίγραφος
6. (ως παθ.) πλανώμαι, βρίσκομαι σε πλάνη, έχω άδικο
7. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ κατεψευσμένα
οι ψευδείς διαβεβαιώσεις, οι αναληθείς ισχυρισμοί.

Greek Monotonic

καταψεύδομαι: αποθ., με μέλ. μέσ. -ψεύσομαι, Παθ. παρακ. -έψευσμαι, αόρ. αʹ -εψεύσθην·
I. 1. λέω ψέμματα εναντίον κάποιου, μιλώ ψευδώς για, τινος, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
2. ισχυρίζομαι ψευδώς εναντίον, τί τινος, σε Πλάτ., Δημ.
3. διατείνομαι ψευδώς, διεκδικώ εσφαλμένα, προσποιούμαι, σε Ευρ.· υποκρίνομαι, προσποιούμαι, φαλκιδεύω, επινοώ, τι, σε Δημ.
II. επίσης ως Παθ., αναφέρομαι ψευδώς· λέγεται για γραπτά, αποδίδομαι ψευδώς, είμαι ψευδεπίγραφος, σε Πλούτ.