καταστρώννυμι
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
English (LSJ)
also καταστρωννύω LXX Jb.12.23, Mitteis Chr.31 viii 18 (ii B.C.): fut. -στρώσω:—Pass., fut. -
A στρωθήσομαι LXX Ju.7.14: aor. -εστρώθην (v. infr.):—spread out, κλίνην Hierocl.p.63 A. II spread over, cover, οἶκον . . ῥόδοις Ael.VH9.8:—Pass., πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη was strewed with... D.S.14.114; σκορπίων κανθήλιον -εστρωμένον Str.14.2.26. III lay low, δάμαρτα καὶ παῖδ' ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει E.HF1000, cf. X. Cyr.3.3.64:—Pass., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Hdt.9.76, cf. 8.53, 1 Ep.Cor.10.5. IV layer, in Pass. of vines, Gp.5.17.11. 2 βοτάνιον κατὰ τοῦ ἐδάφους -εστρωμένον prostrate, Dsc. 2.130.
Greek (Liddell-Scott)
καταστρώννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. παθ. -εστρώθην. Στρώνω κάτω, κατὰ γῆς, ἁπλώνω ἄνωθεν, ἐκτείνω, καλύπτω, τοὺς οἴκους ῥόδοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 8· κλίνην κ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491, 28·- Παθ., πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη, ἐκ νεκρῶν, μὲ ν…, ἡ σύνταξις κατὰ τὸ ἐπληρώθη τινός, Διόδ. 14. 114· κανθήλιον κατεστρωμένον σκορπίων Στράβ. 660. ΙΙ. ὡς τὸ καταστορέννυμι ΙΙΙ., «στρώνω κάτω», καταβάλλω, ἀποκτείνω, φονεύω, δάμαρτα καὶ παῖδ’ ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1000, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 64·- Παθ., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Ἡρόδ. 9, 76, πρβλ. 8, 53.
French (Bailly abrégé)
ao. κατέστρωσα;
1 avec double rég. joncher : οἶκον ῥόδοις ÉL une maison de roses;
2 jeter à terre, abattre.
Étymologie: κατά, στρώννυμι.
English (Strong)
from κατά and στρώννυμι; to strew down, i.e. (by implication) to prostrate (slay): overthrow.
English (Thayer)
1st aorist passive κατεστρωθην; to strew over (the ground); to prostrate, slay (cf. our to lay low): A. V. overthrown). (Herodotus 8,53; 9,76; Xenophon, Cyril 3,3, 64.)
Greek Monolingual
καταστρώννυμι και καταστρώνω (Α)
βλ. καταστρώνω.
Greek Monotonic
καταστρώννῡμι: και -ύω· μέλ. -στρώσω, Παθ. αόρ. αʹ -εστρώθην· στρώνω κάτω, απλώνω καταγής, σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., κατέστρωντο οἱ βάρβαροι, σε Ηρόδ.