κρείων
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A ruler, lord, master, Ep. word, used in Il. mostly of kings and chiefs, esp. of Agamemnon, 1.130, al. (Com. in parody, of Diomedes, Cratin.68); of gods, ὕπατε κρειόντων, of Zeus, Il.8.31, etc.; of Poseidon, εὐρὺ κ. ἐνοσίχθων 11.751; as an honorary epithet, κ. Ἐτεωνεύς, of a squire of Menelaus, Od.4.22:—so fem. κρείουσα (once in Hom.), κρείουσα γυναικῶν, of a concubine of Priam, Il.22.48; Ἀντιόπη κ. queen Antiope, Hes.Fr.110.6, cf. Call. Del.219; Dor. κρείοισα Theoc.17.132:—after Hom. in the form κρέων, Pi.P.8.99, N.3.10, 7.45; of Zeus, A.Supp.574 (lyr.):—fem. κρέουσα, B.3.1: hence pr. n. Κρέων, Κρέουσα. (A participial form (κρείειν γὰρ τὸ ἄρχειν ἔλεγον οἱ παλαιοί Artem.2.12): κρείων may be due to metrical lengthening or represent Κρήων.)
Greek (Liddell-Scott)
κρείων: -οντος, ὁ, κυβερνήτης, ἄρχων, δεσπότης, κύριος, Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον, ἐπὶ βασιλέων καὶ ἡγεμόνων, ἰδίως δὲ τοῦ Ἀγαμέμνονος· ὡσαύτως ἐπὶ θεῶν, ὕπατε κρειόντων, ἐπὶ τοῦ Διός, Ἰλ. Θ. 31, κτλ.· καὶ ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, πρβλ. εὐρυκρείων· ― ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Δ. 22, ὁ Ἐτεωνεύς, θεράπων τοῦ Μενελάου, καλεῖται κρείων, εἴτε ὡς ὁ ἀρχηγὸς τῶν θεραπόντων, εἴτε χάριν τιμῆς, ὡς ἦν ἐν χρήσει καὶ ἡ λέξις ἥρως· ― οὕτω τὸ θηλ. κρείουσα (ἅπαξ παρ’ Ὁμ.), κρείουσα γυναικῶν, ἐπὶ παλλακῆς τινος τοῦ Πριάμου, ἔνθα ὡσαύτως κεῖται ὡς γενικὴ προσωνυμία τιμητική, Ἰλ. Χ. 48· ὡσαύτως, Ἀντιόπη κρ., ἡ βασίλισσα Ἀντιόπη, Ἡσ. Ἀποσπ. 48 Göttl., πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 219· ― μεθ’ Ὁμ. ἐν τῷ τύπῳ κρέων, Πινδ. Π. 8. 143, Ν. 3. 17., 7. 66, Αἰσχύλ. Ἱππ. 574· ἐντεῦθεν τὸ κύρ. ὄνομα Κρέων. (Ἴδε ἐν λ. κραίνω. Ρῆμα κρέω ἢ κρείω οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ.)
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
1 maître, chef;
2 homme de naissance noble.
Étymologie: cf. κράτος.
English (Autenrieth)
ουσα, properly part.: ruling, ruler; εὐρὺ κρείων, ‘ruling far and wide,’ title esp. of Agamemnon, as generalissimo of the Greek forces; also of Zeus and Poseidon; more freely applied, Od. 4.22.
Greek Monolingual
κρείων και κρέων, -οντος, ο, θηλ. κρείουσα και κρέουσα, δωρ. θηλ. κρείοισα)
(για βασιλείς, ηγεμόνες και θεούς) άρχοντας, κύριος, δεσπότης («ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέων, με μετρική έκταση. Συνδέεται με αβεστ. srayah- και αρχ. ινδ. śreyas- που είναι τ. συγκριτικού βαθμού με σημ. «επικρατέστερος, ενδοξότερος». Έτσι και τα κρέων/κρείων θα πρέπει να θεωρηθούν τ. συγκριτικού βαθμού και όχι μετοχές, όπως τά θεωρούσαν οι αρχαίοι. Η κλίση τους σε -ων, -οντος είναι υστερογενής, κατ' αναλογίαν προς τα ἄρχων, μέδων κ.λπ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ευθυκρέων, θεμισκρέων.
Greek Monotonic
κρείων: -οντος, ὁ, άρχοντας, αφέντης, κυβερνήτης, κύριος, σε Όμηρ.· ὕπατε κρειόντων, λέγεται για τον Δία, σε Ομήρ. Ιλ.· ως γενικός τίτλος τιμής, σε Ομήρ. Οδ.· θηλ. κρείουσα, κυρία, παλλακίδα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· μετά τον Όμηρ. στον τύπο κρέων, σε Πίνδ.