πανουργία

From LSJ
Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνουργία Medium diacritics: πανουργία Low diacritics: πανουργία Capitals: ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: panourgía Transliteration B: panourgia Transliteration C: panourgia Beta Code: panourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A knavery, A. Th.603, S.Ph.927, Lys.22.16, Pl.Lg.747c, Arist.EN1144a27: in pl., villainies, S.Ant.300, Ar.Eq.684, etc.    2 of animals, Arist.HA588a23 (pl.), 614a30.    3 adulteration of drugs or honey, Gal.14.27.

German (Pape)

[Seite 461] ἡ, List, Schelmerei, Tücke; Aesch. Spt. 585; Soph. Ant. 300; πανουργίαις μείζοσι κεκασμένος, Ar. Equ. 681; Plat. Legg. V, 747 c u. Folgde, wie Arist. Eth. 6, 12; καὶ τέχναι, Dem. 24, 14.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνουργία: ἡ, διαγωγὴ ἀσυνείδητος, δόλος, ἀπάτη, κακοήθεια, Λατ. malitia, Αἰσχύλ. Θήβ. 603, Σοφ. Φιλ. 915, Λυσί. 165. 33, Πλάτ. Νόμ. 747C, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 12, 9 καὶ ἐν τῷ πληθ., πανοῦργοι πράξεις, δόλοι, κακουργήματα, Σοφ. Ἀντ. 300, Ἀριστοφ. Ἱππ. 684, κτλ. 2) ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 2., 9. 8, 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fourberie, méchanceté.
Étymologie: πανοῦργος.

English (Strong)

from πανοῦργος; adroitness, i.e. (in a bad sense) trickery or sophistry: (cunning) craftiness, subtilty.

English (Thayer)

πανουργίας, ἡ (πανοῦργος, which see), craftiness, cunning: a specious or false Wisdom of Solomon , Aeschylus, Sophocles, Aristophanes, Xenophon, Plato, Lucian, Aelian, others; πᾶσα τέ ἐπιστήμη χωριζομενη δικαιοσύνης καί τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία οὐ σοφία φαίνεται, Plato, Menex., p. 247a. for עָרְמָה in a good sense, prudence, skill, in undertaking and carrying on affairs, Sirach 34:11.))

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πανούργος
1. η ιδιότητα του πανούργου, απάτη, δόλος, κακοήθεια («πανουργίας δεινῆς τέχνημ' ἔχθιστον», Σοφ.)
2. πονηρό, δόλιο τέχνασμαμετὰ μηχανήματος καὶ μετὰ πανουργίας τὴν κόρην ἐβουλήθηκε νὰ ἐπάρῃ νὰ μισεύσῃ», Λίβ. Ρόδ.)
αρχ.
(για μέλι ή για φάρμακα) νόθευση.

Greek Monotonic

πᾰνουργία: ἡ, πανουργία, δόλος, απάτη, Λατ. malitia, σε Αισχύλ., Σοφ.· σε πληθ., δόλοι, απάτες, σε Σοφ. κ.λπ.