πανδήμιος

From LSJ
Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανδήμιος Medium diacritics: πανδήμιος Low diacritics: πανδήμιος Capitals: ΠΑΝΔΗΜΙΟΣ
Transliteration A: pandḗmios Transliteration B: pandēmios Transliteration C: pandimios Beta Code: pandh/mios

English (LSJ)

ον,

   A of or belonging to all the people, ἦλθε δ' ἐπὶ πτωχὸς π. public beggar, Od.18.1; π. ἄγρη a draught of all kinds of fish, AP9.383.2.

German (Pape)

[Seite 458] im ganzen Volke, öffentlich, ganz allgemein; πτωχός, Od. 18, 1, wie Maneth. 3, 249; – ἦμαρ, ἑορτή, allgemeiner Festtag, Nonn.; ἄγρη, allgemeiner, reichlicher Fang, Menses Aegypt. (IX, 383, 2).

Greek (Liddell-Scott)

πανδήμιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σύμπαντα τὸν λαόν, ἢ ὁ ἐξ ὅλου τοῦ λαοῦ, δημόσιος, ἦλθε δ’ ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος, ἐπαιτῶν παρὰ πάντων, δημόσιος ἐπαίτης, (ὡς οἱ King’s Bedesmen ἐν Σκωτίᾳ), Ὀδ. Σ. 1· π. πόλις, ἡ πόλις μετὰ πάντων τῶν κατοίκων αὐτῆς, Σοφ. Ἀντ. 1141· π. ἦμαρ, ἡμέρα καθ’ ἢν ἑορτάζει ἅπαςδῆμος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω, 10. 22· π. ἄγρη, ἄγρα παντὸς εἴδους ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 9. 383.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va par tout le peuple : πτωχός OD qui mendie par tout le peuple, ou pê dans tous les pays.
Étymologie: πᾶν, δῆμος.

English (Autenrieth)

belonging to all the people (the town), public, common, Od. 18.1†.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πανδάμιος, -ον, Α πάνδημος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο τον λαό, κοινός, δημόσιος
2. αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου του λαού, παλλαϊκός
3. φρ. α) «πανδήμιος πόλις» — η πόλη με όλους τους κατοίκους της
β) «πανδήμιος ἄγρη» — ψάρεμα κάθε είδους ιχθύων
γ) «πανδήμιον ἦμαρ» — ημέρα κατά τη διάρκεια της οποίας ολόκληρος ο λαός πανηγυρίζει.

Greek Monotonic

πανδήμιος: -ον, = το επόμ., πτωχὸς πανδήμιος, αυτός που ζητιανεύει σε όλους τους ανθρώπους, δημόσιος επαίτης, σε Ομήρ. Οδ.· πανδήμιος πόλις, η πόλη με όλους τους κατοίκους της, σε Σοφ.