συναναβαίνω

From LSJ
Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναβαίνω Medium diacritics: συναναβαίνω Low diacritics: συναναβαίνω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: synanabaínō Transliteration B: synanabainō Transliteration C: synanavaino Beta Code: sunanabai/nw

English (LSJ)

   A go up with or together, freq. of going into central Asia, Hdt.7.6, X.An.5.4.16, Isoc.4.146; τινι with one, ib.145, X.An. 1.3.18; τινὶ εἰς Ἱεροσόλυμα Ev.Marc.15.41; μετά τινος OGI632.2 (Palmyra, ii A.D.); σ. μέχρι Συήνης Str.2.5.12, cf. 11.5.2; pass upwards also, διὰ τῶν ὀστῶν Gal.2.711; ascend the sky with, τῷ πόλῳ Vett.Val.8.14.    2 σ. ἅρμα mount it together, Luc.Charid. 19.

German (Pape)

[Seite 999] (s. βαίνω), mit, zugleich, zusammen hinausgehen, -ziehen, bes. nach Asien hinein; Her. 7, 6; Κύρῳ, Isocr. 4, 145; Xen. An. 1, 3, 18. 5, 4, 16. S. ἀναβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

συναναβαίνω: ἀναβαίνω ὁμοῦ μετά τινος, μάλιστα ἐπὶ τῆς εἰς τὴν μέσην Ἀσίαν ἀναβάσεως, Ἡρόδ. 7. 6, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 16, Ἰσοκρ. 71Β· τινι, ὁμοῦ μετά τινος, αὐτόθι 70Ε, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 3, 18· οὕτω, συν. μέχρι Συήνης Στράβ. 118, πρβλ. 504, κτλ. 2) συναναβαίνω ἅρμα, ἀναβαίνω ὁμοῦ εἰς τὸ ἅρμα, Λουκ. Χαρίδ. 19.

French (Bailly abrégé)

1 monter ensemble ou en même temps : τινι ἅρμα LUC monter avec qqn sur un char;
2 s’enfoncer de la côte dans l’intérieur d’un pays avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀναβαίνω.

English (Strong)

from σύν and ἀναβαίνω; to ascend in company with: come up with.

English (Thayer)

2nd aorist συνανεβην; to ascend at the same time, come up together with to a higher place: τίνι, with one, followed by εἰς with the accusative of the place, Herodotus, Xenophon, Dionysius Halicarnassus, Strabo, others; the Sept. several times for עָלָה.)

Greek Monolingual

ΜΑ ἀναβαίνω
1. ανεβαίνω μαζί με κάποιον σε υψηλότερο σημείο, σε βουνό, σε λόφο κ.λπ. (α. «συναναβάντες αὐτῷ πρὸς τὰ μετέωρα», Χορίκ.
β. «καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾱσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα», ΚΔ)
2. ανεβαίνω πνευματικά μαζί με κάποιον, ανεβάζω τη σκέψη μου σε ανώτερα θέματα («ὁπόταν τις συναναβῄ αὐτῷ ἔνθα ἐστὶν ὁ Θεός», Κλήμ. Αλ.)
3. ανέρχομαι, φθάνω στο ύψος κάποιου άλλου («τῷ ἀναβαίνοντι ἐναρέτῳ συναναβήσεται ἡ δόξα αὐτοῡ», Ωριγ.)
αρχ.
1. ανεβαίνω, κατευθύνομαι μαζί με κάποιον από την παραλία προς τα μεσόγεια («συναναβαίνειν μέχρι Συήνης», Στράβ.)
2. (για αστέρα) ανεβαίνω στον ουρανό, διαγράφω πορεία μαζί με άλλον («συναναβαίνειν τῷ πόλῳ», Βέττ. Βάλ.)
3. (για νερό) ανεβαίνει η στάθμη μου («συναναβαίνει και συνταπεινοῡται τῷ ποταμῷ τὸ ἐν φρέατι ὕδωρ», Στράβ.).

Greek Monolingual

ΜΑ ἀναβαίνω
1. ανεβαίνω μαζί με κάποιον σε υψηλότερο σημείο, σε βουνό, σε λόφο κ.λπ. (α. «συναναβάντες αὐτῷ πρὸς τὰ μετέωρα», Χορίκ.
β. «καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾱσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα», ΚΔ)
2. ανεβαίνω πνευματικά μαζί με κάποιον, ανεβάζω τη σκέψη μου σε ανώτερα θέματα («ὁπόταν τις συναναβῄ αὐτῷ ἔνθα ἐστὶν ὁ Θεός», Κλήμ. Αλ.)
3. ανέρχομαι, φθάνω στο ύψος κάποιου άλλου («τῷ ἀναβαίνοντι ἐναρέτῳ συναναβήσεται ἡ δόξα αὐτοῡ», Ωριγ.)
αρχ.
1. ανεβαίνω, κατευθύνομαι μαζί με κάποιον από την παραλία προς τα μεσόγεια («συναναβαίνειν μέχρι Συήνης», Στράβ.)
2. (για αστέρα) ανεβαίνω στον ουρανό, διαγράφω πορεία μαζί με άλλον («συναναβαίνειν τῷ πόλῳ», Βέττ. Βάλ.)
3. (για νερό) ανεβαίνει η στάθμη μου («συναναβαίνει και συνταπεινοῡται τῷ ποταμῷ τὸ ἐν φρέατι ὕδωρ», Στράβ.).

Greek Monotonic

συναναβαίνω: ανεβαίνω μαζί με κάποιον, λέγεται για την ανάβαση στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ., Ξεν.· τινί, με κάποιον, σε Ξεν.