ὁμόθεν

From LSJ
Revision as of 06:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source

German (Pape)

[Seite 334] 1) von demselben Orte her; θάμνοι ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτες, zwei aus einer Wurzel gewachsene Stämme, Od. 5, 477; ὁμόθεν γεγάασιν, von derselben Abkunft, H. h. Ven. 135; Hes. O. 108; οἷς ὁμόθεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος, Soph. El. 153; τὸν ὁμόθεν τιμᾶν, Eur. Or. 486; u. vollständiger, τὸν ὁμόθεν πεφυκότα στέργειν, I. A. 501; auch in Prosa, ὁμόθεν γενέσθαι, Xen. Cyr. 8, 7, 14. – 2) aus der Nähe, cominus, τὴν μάχην ποιεῖσθαι, παίεσθαι, διώκειν, Xen. Cyr. 2, 3, 20. 1, 4, 23. 8, 8, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόθεν: (ὁμὸς) ἐκ τοῦ αὐτοῦ τόπου, κυρίως γεν. (ὡς τὰ ἐμέθεν, σέθεν, ἐξ οὐρανόθεν), θάμνοι ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτες Ὀδ. Ε. 477. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς, ὁμόθεν γεγάασιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 135, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 108, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14· τὸν ὁμόθεν, ἀδελφόν, Εὐρ. Ὀρ. 486 οὕτω, ὁμ. πεφυκότα ὁ αὐτ. Ι. Α. 501· οἷς ὁμόθεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος Σοφ. Ἠλ. 156, πρβλ. Ποιητὴν παρὰ Στοβ. 621. 7. ΙΙΙ. ἐκ τοῦ πλησίον, ἐκ τοῦ συστάδην, ὁμ. μάχην ποιεῖσθαι, ὡς τὸ Λατ. cominus pugnare, ἀντίθετ. τῷ ἀκροβολίζομαι, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 22· ὁμόθεν διώκειν, ἐκ τοῦ πλησίον, αὐτόθι 1. 4, 23. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 161.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 du même endroit ; fig. du même point de départ, de la même origine;
2 de près.
Étymologie: ὁμός, -θεν.

English (Autenrieth)

from the same place (root), Od. 5.477†.

Greek Monolingual

ὁμόθεν (Α)
επίρρ.
1. (συν. με την πρόθεση εξ) ἐξ ὁμόθεν
από τον ίδιο τόπο
2. της ίδιας καταγωγής («ὡς ὁμόθεν γεγάασι θεοὶ θνητοί τ' ἄνθρωποι, Ησίοδ.)
3. από κοντά, εκ του πλησίον
4. (με άρθρ. ως ουσ.) ὁμόθεν
ο αδελφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. άλλο-θεν)].

Greek Monotonic

ὁμόθεν: (ὁμός),
I. από τον ίδιο τόπο, κυρίως γεν. (όπως τα ἐμέθεν, σέθεν, οὐρανόθεν), ἐξ ὁμόθεν, σε Ομήρ. Οδ.
II. ως επίρρ., από την ίδια πηγή, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.· τὸν ὁμόθεν, αδελφό, σε Ευρ.· ομοίως, τὸν ὁμόθεν πεφυκότα, στον ίδ.· ὁμόθεν εἶναί τινι, προέρχομαι από τους ίδιους γονείς μ' αυτόν, σε Σοφ.
III. από κοντά, εκ του συστάδην, ὁμόθεν μάχηνποιεῖσθαι, Λατ. cominus pugnare, σε Ξεν.· ὁμόθεν διώκειν, ακολουθώ από κοντά, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόθεν: adv.
1) из одного и того же места (θάμνοι ἐξ ὁ. πεφυῶτες Hom.);
2) из одного и того же рода: ὁ. γενέσθαι Xen. быть одинакового происхождения; ὁ ὁ. (πεφυκώς) Eur. родной брат;
3) на ближнем расстоянии, вблизи (μάχην ποιεῖσθαι Xen.): ὁ. διώκειν Xen. преследовать по пятам.