ὑπόκαυστον

From LSJ
Revision as of 07:25, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόκαυστον Medium diacritics: ὑπόκαυστον Low diacritics: υπόκαυστον Capitals: ΥΠΟΚΑΥΣΤΟΝ
Transliteration A: hypókauston Transliteration B: hypokauston Transliteration C: ypokafston Beta Code: u(po/kauston

English (LSJ)

τό,

   A the hot-air space under the sweating-room in a bathing establishment, hypocaust, Plin.Ep.2.17, Stat.Silv.1.5.59.

German (Pape)

[Seite 1219] τό, ein gewölbter Ort, der unterwärts durch einen Heerd geheizt wird, bes. in den Bädern, das lat. vaporarium. Auch ein solcher unter der Badstube angebrachter Ofen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόκαυστον: τό, θολωτὸς θάλαμος λουτρῶνος θερμαινόμενος κάτωθεν δι’ ὑποκαύστρας, Λατινικ. vaporarium, Βιτρούβ. 5. 10, Πλινίου Ἐπιστ. 2. 17˙ ἐπὶ οἴκου θερμαινομένου δι’ ὑποκαύστρας, ἐν ὑποκαύστῳ οἴκῳ τὴν δίαιταν εἶχον Ἐπιφάν. τόμ. 1, σελ. 459D, πρβλ. πυριατήριον. 2) ἡ ὑπὸ τοιοῦτον θάλαμον ὑποκαύστρα, Οὐλπ.

Greek Monolingual

τὸ,Α
βλ. ὑπόκαυστος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόκαυστον: τό парильня (в бане) Plin. J.