κατόρθωμα

From LSJ
Revision as of 10:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατόρθωμα Medium diacritics: κατόρθωμα Low diacritics: κατόρθωμα Capitals: ΚΑΤΟΡΘΩΜΑ
Transliteration A: katórthōma Transliteration B: katorthōma Transliteration C: katorthoma Beta Code: kato/rqwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A success, opp. εὐτύχημα, Arist.MM1199a13, cf. Plb.1.19.12, Str.15.1.54, D.S.13.22, Plu.Mar.10; of literary style, Longin.33.1, 36.2: pl., opp. ἀποτεύγματα, Phld.Vit.p.35 J.; v.l. for διορθ-, Act.Ap.24.2 (pl.).    2 that which is done rightly, virtuous action, in pl., opp. ἁμαρτήματα, Chrysipp.Stoic.2.295, al., cf. IG5(2).268.15 (Mantinea, i B.C.), etc.; τῶν καθηκόντων τὰ τέλεια, = τὰ κ., Stoic.3.134.    3 perfection, τέλος καὶ πέρας καὶ κ. Herm.in Phdr.p.173 A., cf. S.E.M.9.16.    4 Gramm., correct use, opp. βαρβαρισμός, Ph.1.124.

German (Pape)

[Seite 1405] τό, das Gerad-, Rechtgemachte, Wohlgelungene, das glücklich Vollbrachte; Pol. 1, 19, 12 u. öfter; D. Hal. 5, 44; D. Sic. 5, 20; Plut. Alc. 9 u. a. Sp. – Bei den Stoikern die vollkommenen Pflichten, recte factum, Cic. de fin. 3, 7 offic. 1, 3; Ggstz ἁμαρτήματα Sezt. Emp. adv. phys. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

κατόρθωμα: τό, ἐπιτυχία ἀκολουθοῦσα ὀρθὴν κρίσιν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ εὐτύχημα, Ἀριστ. π. Μνήμ. 2. 3, 2· ἐν γένει, τὸ καλῶς πραχθέν, ἀνδραγάθημα, Πολύβ. 1. 19, 12, Στράβων, κλ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 251. 2) τὸ ὀρθῶς πραττόμενον, ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ὀρθὴ πρᾶξις, τὸ καθῆκον, Λατ. recte factum, Κικ. Fin. 3. 7, Off. 1. 3, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 16.

English (Strong)

from a compound of κατά and a derivative of ὀρθός (compare διόρθωσις); something made fully upright, i.e. (figuratively) rectification (specially, good public administration): very worthy deed.

English (Thayer)

κατορθωματος, τό (κατορθόω to make upright, erect), a right action, a successful achievement: plural of wholesome public measures or institutions, R G; see διόρθωμα); (Polybius, Diodorus, Strabo, Josephus, Plutarch, Lucian). Cf. Lob. ad Phryn., p. 251; (Winer's 25).

Greek Monolingual

το (ΑΜ κατόρθωμα, Μ και κατόρθωμαν) κατορθώ
1. εξαιρετική επιτυχία μετά από επίπονη προσπάθεια, επίτευγμα (α. «θα είναι μεγάλο κατόρθωμα αν πετύχεις σ' αυτές τις εξετάσεις» β. «κατορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας», ΚΔ)
2. γενναία πράξη, ανδραγάθημα, άθλος (α. «μού διηγήθηκε τα κατορθώματά του στον πόλεμο» β. «ἀφῃρέθη γὰρ ὑπό Σύλλα τὴν τοῡ κατορθώματος δόξαν», Πλούτ.)
νεοελλ.
ειρων. τέχνασμα ή άτοπη πράξη («τά μάθαμε τα κατορθώματά σου»)
μσν.
καλή πράξη
αρχ.
1. η τελειότητα
2. (φιλοσ.) η αγαθή πράξη που πηγάζει από ορθή γνώμη, η τέλεια εκτέλεση του καθήκοντος
3. γραμμ. η ορθή χρήση.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατόρθωμα -ατος, τό [κατορθόω] succes.