καταδίδωμι
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A assign, τὰ ἀριστεῖα τῆς ἐν λόγοις δεινότητός τινι D.H. Comp.18. II intr., of a channel, open into, ἡ Προποντὶς καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.4.85, cf. Plu.Fab.6.
German (Pape)
[Seite 1346] (s. δίδωμι), vertheilen, austheilen, D. H. de C. V. p. 242. Von Flüssen, sich ergießen; ἐς Ἑλλήσποντον Her. 4, 85; Plut. Fab. 6.
French (Bailly abrégé)
s.e. ἑαυτόν;
se jeter dans, avec εἰς et l’acc. en parl. d’un fleuve.
Étymologie: κατά, δίδωμι.
Greek Monolingual
καταδίδωμι (Α)
βλ. καταδίδω.
Greek Monotonic
καταδίδωμι: μέλ. -δώσω, παραχωρώ, προδίδω, φανερώνω· αμτβ., ανοίγομαι σε, ἡ Προποντὶς καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
καταδίδωμι: изливаться, впадать (ἐς Ἑλλήσποντον Her.).