ἀκατάστατος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ον, (καθίστημι)
A unstable, unsettled, καιροί Hp.Aph.3.8; πνεῦμα D.19.136, cf. Arist.Pr.941b29; disorderly, ὁρμαί Stoic.3.166; πολιτεία D.H.6.74:—of men, fickle, Plb.7.4.6; of fevers, irregular, Hp.Acut. (Sp.)20. Adv. -ως, ἔχειν Isoc.21.7. II not making any deposit, οὖρον Hp.Prorrh.1.32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάστᾰτος: -ον, (καθίστημι) ἄστατος, ἀνήσυχος, Ἱππ. Ἀφ. 1247 ἀκ. πνεῦμα, Δημ. 383. 7· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 13· ἀκ. Πολιτεία, Διον. Ἁλ. 6. 74: - ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀσταθής, Πολύβ. 7. 4, 6· ἐπὶ πυρετῶν, ἄτακτος, Ἱππ. 399. 47. - Ἐπίρρ. -τως, ἀκ. ἔχειν, Ἰσοκρ. 401Β. ΙΙ. ὁ μὴ καταλείπων καθίζημα, καταπάτι, πυκνός, οὖρον, Ἱππ. 69F. 149F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
agité, troublé.
Étymologie: ἀ, καθίστημι.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰτάστᾰτος) -ον
I 1inestable, irregular, variable, δίαιτα Hp.Vict.3.68, πυρετοί Hp.Acut.(Sp.) 20, καιροί op. καθεστεῶτες Hp.Aph.3.8, κῦμα D.19.136, πνεῦμα Arist.Pr.941b29, ἀήρ Orac.Sib.1.164
•de pers. voluble, tornadizo Plb.7.4.6, γνώμη Plu.2.714e, de Sión, LXX Is.54.11
•inseguro τὸν τὴν οἰκία<ν> μου ἀκατά<σ>τατον ποιοῦντα IKnidos 150B.12 (II/I a.C.).
2 errante, vagabundo ἀνάστατος καὶ ἀ. Sm.Ge.4.12.
3 desordenado, turbulento ὁρμαί Chrysipp.Stoic.3.166, πολιτεία D.H.6.74, πράγματα D.C.38.27.2
•insurrecto Ῥωμαίοις ἀκατάστατα ἔθνεα Orac.Sib.13.104.
4 medic. que no produce sedimento ἐναιωρήματα Hp.Prorrh.1.32.
II adv. -ως turbulentamente ἀ. ἔχει τὰ ἐν τῇ πόλει Isoc.21.7.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of καθίστημι; inconstant: unstable.
English (Thayer)
(καθίστημι), unstable, inconstant, restless: L T Tr WH in πονηρόν πνεῦμα ἐστιν ἡ καταλαλιά, καί ἀκατάστατον δαιμόνιον, μηδέποτε ἐιρηνεῦον, ἀλλά etc.). (Hippocrates and others) Polybius 7,4, 6, others (the Sept. Isaiah 54:11).) #REM: LEFT OFF HERE
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάστατος, -ον)
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος
«ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (Δημοσθ. 383.7)
«ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74)
2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα, κατακάθι
«ακατάστατος μούστος», «ἀκατάστατον οὖρον» (Ιπποκρ. Προρ. 1, 32)
νεοελλ.
1. όποιος δεν έχει τάξη, ο ανοικοκύρευτος
2. εκείνος που μετακινείται συνεχώς από το ένα μέρος στο άλλο
αρχ.
1. ο άστατος, ο ανήσυχος
«δῆμός ἐστιν ἀσταθμητότατον... ὥσπερ θάλαττ' ἀκατάστατον» (Δημοσθ. 383, 6)
2. ασταθής, ανάξιος εμπιστοσύνης
«ἀνὴρ δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῑς ὁδοῑς αὐτού» (ΚΔ Επιστ. Ιακ. 1, 8).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καθίστημι.
ΠΑΡ. ακαταστασία
αρχ.
ἀκαταστατῶ].
Greek Monotonic
ἀκατάστᾰτος: -ον (καθίστημι), άστατος, ασταθής, ανήσυχος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάστᾰτος: непостоянный, неустойчивый, изменчивый (ὥσπερ ἐν θαλάττῃ πνεῦμα Dem.; πνεύματα Arst.; μειράκιον Polyb.; ἐπιθυμία Plut.).