ἀπρόσκοπος

From LSJ
Revision as of 17:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσκοπος Medium diacritics: ἀπρόσκοπος Low diacritics: απρόσκοπος Capitals: ΑΠΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: apróskopos Transliteration B: aproskopos Transliteration C: aproskopos Beta Code: a)pro/skopos

English (LSJ)

(A), ον,

   A not stumbling, void of offence, Ep.Phil.1.10; συνείδησις Act.Ap.24.16.    2 free from harm, ἄτρυτος καί ἀ. IG5(2).20.19 (Tegea, i B. C.); [θεοί] σεδιαφυλάσσουσιν ἀ. PGiss.17.7 (ii A.D.), cf. PBaden 39 iii 14 (ii A. D.). Adv. -πως ib.79iv8 (ii A.D.).    II giving no offence, τινί S.E.M.1.195, 1 Ep.Cor.10.32.
ἀπρό-σκοπος (B), ον,

   A unseeing, A.Eu.105.    II unexplored, ὁδός LXXSi.35(32).21.

German (Pape)

[Seite 339] (προσκόπτω), 1) nicht angestoßen, unverletzt, rein, Act. Apost. 24, 16. – 2) nicht verletzend, keinen Anstoß gebend, I. Cor. 10, 32. sich nicht vorsehend, unvorsichtig, nicht vorhersehend, Aesch. Eum. 105, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσκοπος: -ον, μὴ προσκόπτων, ἄμεμπτος, Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. α΄ 10· ὁ μὴ πίπτων εἰς πταῖσμα, ἄπταιστος, συνείδησις Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 16: - Ἐπίρρ. ἀπροσκόπως, ἀπροσκόπτως, ἀσφαλῶς, Ἐκκλ. ΙΙ. ὁ μὴ παρέχων πρόσκομμασκάνδαλον, τινὶ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 195, ἀπρόσκοποι γίνεσθε καὶ Ἰουδαίοις καὶ Ἕλλησι, μηδενὶ σκανδάλου ἀφορμὴν παρέχοντες, πρὸς Κορ. Α΄, ι΄, 32, Κλήμ. Ἀλ. 525.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
1 qui n’aperçoit pas ou ne voit pas clairement;
2 non exploré (chemin).
Étymologie: ἀ, προσκέπτομαι.
2ος, ον :
1 qui ne se heurte pas, qui ne fait pas de faux pas;
2 qui ne fait pas faire de faux pas, qui ne provoque pas de scandale.
Étymologie: ἀ, προσκόπτω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): lacon. ἀπρόσκοφος IG 5(1).1145.22 (I a.C.)
I gener. de pers.
1 libre de daño, sano y salvo ἀπρόσκοφον αὐ σαυτὸν διατετήρηκε IG l.c., ἄτρυτον ... καὶ ἀπρόσκοπον IG 5(2).20.19 (Tegea I a.C.)
en fórmulas epistolares en pap. ἀπρόσκοπός ἰμιν (l. εἰμι) καὶ ἐσώθημεν τῶν θηῶν (sic) θελόντων PKöln 56.7 (I d.C.), σε διαφυλάσσουσι ἀπρόσκοπον PGiss.17.7 (II d.C.), ἀλλὰ θεοὶ σώζοιεν ἡμᾶς ἀπροσκόπους PSarap.89.14 (II d.C.), ἀ. γεγονώς PSarap.95.4 (II d.C.), εὔχομαί σε ... ἀπρόσκοπον εἶναι PAlex.Giss.60.4 (II d.C.)
en estilo dir. en lit. crist. ἀπρόσκοπον ὑμῶν διατηρήσειε τὴν ζωήν Basil.M.29.52B, παρασταίημεν ὕστερον ... ἀπρόσκοποι Gr.Naz.M.35.1193B
fig. puro, sin pecado ἀ. συνείδησις una conciencia pura, Act.Ap.24.16, ἵνα ἦτε ... ἀπρόσκοποι εἰς ἡμέραν Χριστοῦ para que estéis ... sin pecado hasta el día de Cristo, Ep.Phil.1.10, ὁδὸν τῷ Εὐαγγελίῳ ὁμαλίζων ἀπρόσκοπον Isid.Pel.Ep.M.78.280C
subst. τὸ ἀ. incolumidad χρὴ τὸ ἀπρόσκοπον ... φυλάττειν Basil.M.31.1133B, τὸ τῆς φρονήσεως εὔοδον καὶ ἀπρόσκοπον ἐν τοῖς πρακτέοις ὑποδηλοῖ Eust.1395.18.
2 fig. que no daña, que no ofende o altera c. dat. τοῖς πολλοῖς S.E.M.1.195, τοῖς πολίταις Clem.Al.Strom.3.4.31, ἀπρόσκοποι καὶ Ἰουδαίοις γίνεσθε καὶ Ἕλλησιν καὶ τε ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ no seáis ocasión de pecado para los judíos, los griegos y la iglesia de Dios 1Ep.Cor.10.32, ὅπως ... ἀπρόσκοπον ἑαυτὸν καὶ θεῷ καὶ ἀνθρώποις φυλάξῃς Hippol.Antichr.67.
II adv. -ως sin daño, bien ἵνα ... ἀ. ἐξέλθωμεν PGiss.79.4.8 (II d.C.), περιπατεῖν ἀ. Herm.Mand.6.1.4, παρελθεῖν ἀ. Gr.Nyss.Eun.1.685, ἀ. ἐντευξόμεθα Basil.M.30.128A.
-ον
1 inexplorado ὁδός LXX Si.32.21
inesperado συνδρομαί LXX 3Ma.3.8.
2 que no prevé μοῖρ' ἀ. βροτῶν A.Eu.105.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of προσκόπτω; actively, inoffensive, i.e. not leading into sin; passively, faultless, i.e. not led into sin: none (void of, without) offence.

English (Thayer)

ἀπρόσκοπον (προσκόπτω, which see);
1. actively, having nothing for one to strike against; not causing to stumble;
a. properly: ὁδός, a smooth road, Sirach 35: (32) 21.
b. metaphorically, not leading others into sin by one's mode of life: not striking against or stumbling; metaphorically, not led into sin; blameless: εἰλικρινεῖς).
b. without offence: συνείδησις, not troubled and distressed by a consciousness of sin, Sextus Empiricus, 1,195 (p. 644,13Bekker)).)

Greek Monolingual

(I)
ἀπρόσκοπος, -ον (Α) προσκοπώ
1. αυτός που δεν προβλέπει, μη προορατικός, αστόχαστος
2. ανεξερεύνητος, άγνωστος
3. απροσδόκητος.———————— (II)
ἀπρόσκοπος, -ον (Α) προσκόπτω
1. αυτός που δεν προσκόπτει, που δεν σκοντάφτει
2. άμεμπτος, αθώος
3. άβλαφτος, ακέραιος
4. αυτός που δεν αποτελεί πρόσκομμα ή δεν προκαλεί διενέξεις.

Greek Monotonic

ἀπρόσκοπος: ον (προσκόπτω),
I. άμεμπτος, άπταιστος, σε Καινή Διαθήκη
II. αυτός που δεν δίνει δικαιώματα, αφορμή σκανδάλου, στο ίδ.
ἀπρόσκοπος: -ον, = απρόσκεπτος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσκοπος: προσκέπτομαι досл. ничего не видящий впереди, перен. слепой (μοῖρα φρενῶν Aesch.).
προσκόπτω
1) непорочный (συνείδησις NT
2) не вводящий в соблазн (ἀ. τινι γενέσθαι NT).