ἀφθαρσία
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
ἡ,
A incorruption, immortality, Epicur.Ep.1p.28U., Phld.D.3.9, al., LXX Wi.2.23, Ph.1.37, al., Ep.Rom.2.7, Simp.in Cael.298.16, etc. II integrity, sincerity, Ep.Eph.6.24.
German (Pape)
[Seite 410] ἡ, Unvergänglichkeit, Unsterblichkeit, Plut. adv. Col. 8 Arist. 6 Philo u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφθαρσία: ἡ, ἡ ἔλλειψις φθορᾶς, ἀθανασία, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. β΄, 23), Πλούτ. 2. 881Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
immortalité.
Étymologie: ἄφθαρτος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 incorruptibilidad, inmortalidad, ἅμα τὴν πᾶσαν μακαριότητα ἔχοντος μετὰ ἀφθαρσίας Epicur.Ep.[2] 76, del universo, Chrysipp.Stoic.2.174.10, cf. Phld.D.3.9.40, μετασχηματιζόμενος εἰς ἀφθαρσίαν LXX 4Ma.9.22, cf. LXX Sap.2.23, περὶ τὴν συνοχὴν τῆς ἰδίας εὐδαιμονίας τε καὶ ἀφθαρσίας Plu.2.881b, τῇ τοῦ θεοῦ βουλήσει τὴν ἀφθαρσίαν ἀνατίθησιν αὐτοῦ Simp.in Cael.298.16
•de la vida en el paraíso ζωήν τ' ἄνοσον καὶ ἀφθαρσίαν Ph.1.37, en lit. crist. τοῖς μὲν ... δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσιν Ep.Rom.2.7, como atributo divino ἐπιβάλωμεν τῇ τοῦ θεοῦ ἀφθαρσίᾳ Clem.Al.Strom.4.6.27, de Cristo, Clem.Al.Paed.1.6.32, de la vida humana τί λοιπὸν τὸ κωλῦον αὐτὴν (ζωὴν) μετέχειν τῆς ἀφθαρσίας; Iren.Lugd.Haer.5.3.3, en la doctrina de los maniqueos εἰ καλοῖεν τἀγαθὸν ἀφθαρσίαν, φθορὰν ὀνομάσουσι τὸ κακόν Tit.Bost.Man.M.18.1084B.
2 integridad, sinceridad, amor incorruptible ἡ χάρις μετὰ πάντων τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸν ἐν ἀφθαρσίᾳ Ep.Eph.6.24.
English (Strong)
from ἄφθαρτος; incorruptibility; genitive, unending existence; (figuratively) genuineness: immortality, incorruption, sincerity.
English (Thayer)
ἀφθαρσίας, ἡ (ἄφθαρτος, cf. ἀκαθαρσία) (Tertullian and subsequent writings incorruptibilitas, Vulg. incorruptio (and incorruptela)), incorruption, perpetuity: τοῦ κόσμου, Philo de incorr. round. § 11; it is ascribed to τό θεῖον in Plutarch, Aristotle, c. 6; of the body of man exempt from decay after the resurrection, ἐν ἀφθαρσία, namely, ὄν), 50,53 f; of a blessed immortality (τινα ἀγαπᾶν ἐν ἀφθαρσία to love one with never diminishing love, purity, sincerity, incorruptness in st).
Greek Monolingual
η (AM ἀφθαρσία) άφθαρτος
το να μην υπόκειται κάποιος ή κάτι σε φθορά, η αθανασία, η αιωνιότητα
νεοελλ.
φρ. «βρίσκομαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας» — βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση
αρχ.
ακεραιότητα, αγνότητα, καθαρότητα.
Greek Monotonic
ἀφθαρσία: ἡ, αφθαρσία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀφθαρσία: ἡ неуничтожаемость, бессмертие Epicur. ap. Diog. L., Plut.