βάλανος
ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
English (LSJ)
[βᾰ], ἡ,
A acorn, Od.10.242, 13.409, Arist.HA603b31, Thphr.HP3.8.3: any similar fruit, date, Hdt.1.193, X.An.2.3.15, Arr.Ind.11.8; Διὸς β. v. Διοσβάλανος; β. μυρεψική bān, Balanites aegyptiaca, Dsc.4.157, cf. Thphr.HP4.2.1. 2 tree which bears βάλανοι, ib.6, Plb.34.8.1, LXX Ge.35.8. II from similarity of shape, 1 a sea shell-fish, barnacle, Arist.HA535a24,547b22, Xenocr. ap. Orib.2.58.50. 2 glans penis,Arist.HA493a27,Ar.Lys. 413, Gal.10.381. 3 air-vessel of a seaweed, bladder-wrack, Fucus vesiculosus, Thphr.HP4.6.9. 4 iron peg, bolt-pin, Ar.V.200, Th.2.4, Aen.Tact.18.1,al. 5 fastening for necklaces, Ar.Lys.410. 6 Medic., suppository, Hp.Epid.1.26.ά, Aret.CA 1.1. b pledget, pessary, Hp.Mul.1.84. 7 ballot-ball, Arist.Ath.63.2. (Lat. glans, Slav. želąδῐ, Lith. γὶλε.)
German (Pape)
[Seite 428] ἡ, auch ὁ, Aesop. 123, 1) die Eichel (Frucht der δρῦς), von Hom. an überall; Odyss. 10, 242. 13, 409, beide Male Homerisch sing. anstatt des plur. – Uebh. eichelähnliche Früchte, für die die Griechen keine eigene Namen hatten, a) Dattel, Her. 1, 193; ἡ ἀπὸ τοῦ φοί. νικος Xen. An. 1, 5, 10. 2, 3, 15. – b) die ächte Kastanie, Διὸς βάλανος Diosc., auch Σαρδιαναί u. Εὐβοϊκαί genannt. – c) eine Art Nüsse, Διὸς βάλανοι, s. Ath. II, 53 b ff. – d) die von Aerzten gebrauchte β. μυρεψική, Behennuß. – Auch die Eiche selbst, Theophr. – Wegen ähnlicher Gestalt: – 2) eine Art Seemuschel, Arist. H. A. 4, 8; vgl. Epicharm. Ath. III, 85 d. – 3) der vordere Theil des männlichen Gliedes, Eichel, Arist. H. A. 1, 13; Sp. – 4) ein länglicher eiserner Zapfen, der durch den vorgeschobenen Riegel, μοχλός, in ein Loch in der Thürvfoste, βαλανοδόκη, geschoben und beim Eröffnen der Thür durch einen Schlüssel oder Haken, βαλανάγρα, wieder herausgehoben wurde, Thuc. 2, 4; Ar. Vesp. 200; Aen. Tact. 18. Aehnlich von einem Schloß am Halsband, Ar. Lys. 410. – 5) Bei Hippocr. eine Art Seifenzäpfchen.
Greek (Liddell-Scott)
βάλᾰνος: [βᾰ], ἡ, βαλανίδιον, Λατ. glans, ὁ καρπὸς τῆς δρυὸς (πρβλ. ἄκυλος) παρεχόμενος εἰς τοὺς χοίρους, Ὀδ. Κ. 242., Ν. 409, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 21, 6· – πᾶς ὅμοιος τῇ βαλάνῳ καρπός, ὁ φοίνιξ, Ἡροδ.1. 193., Ξεν.Ἀν. 2.3,15· Διός βάλ., το γλυκὺ κάστανον, ἴδε Sprengel Διοσκ. 1. 145· ἡ μυρεψικὴ
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. gland;
II. p. anal. fruits ou objets divers en forme de gland :
1 datte;
2 pêne, morceau de fer pour assujettir un verrou;
3 gland du pénis.
Étymologie: cf. lat. glans.
English (Autenrieth)
ἡ: acorn.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Alolema(s): lat. balanus Hor.C.3.29.4
• Prosodia: [βᾰλᾰ-]
• Morfología: masc. en Zonar.s.u. βαλανάγρα
I bot.
1 fruto de árboles del género Quercus: bellota, glande usado como alimento para los cerdos τοῖσι δὲ Κίρκη παρ' ἄκυλον βάλανον τ' ἔβαλεν Od.10.242, ἔσθουσαι βάλανον μενοεικέα Od.13.409, cf. Arist.HA 603b31, Plb.2.15.2, Longus 3.3.4
•como fruto de la encina o el roble δρῦς ... φέρει βαλάνους Hes.Op.233, cf. Pl.R.363b, Hp.Vict.2.55, Theoc.8.79, Thphr.HP 3.8.3, Paus.8.1.6, Gp.5.9.2, AB 373.25.
2 por semejanza de forma fruto de la palmera, dátil ὁ καρπὸς ὁ τοῦ φοίνικος Hdt.1.193, Hp.Acut.(Sp.) 53, X.An.1.5.10, 2.3.14, Alciphr.3.39.1, Hld.10.5.2, Arr.Ind.11.8, Poll.1.244, Phryn.PS 54.1.
3 prob. nuez de ben, fruto de Moringa peregrina Fiori β. μυρηψική Dsc.4.157, de donde se extrae el μυροβάλανον Hor.l.c., Plin.HN 12.121, 23.98, Scrib.Larg.129
•quizá tb. β. Διὸς ... γλυκεῖα Lyr.Adesp.67(b).17, cf. I 5.
4 flotador un alga marina δρῦς ποντία Thphr.HP 4.6.9, considerada alimento del atún, Plb.34.8.1, Str.3.2.7.
5 nuez, fruto de Junglans regia L. κάρυον ... βάλανον ... καλέσαντο Nic.Fr.76
•Διὸς βαλάνους λέγουσι τὰ κάρυα Zonar.371.
6 castaña fruto de Castanea satiua Miller (castaneas) apud Graecos sardianos balanos appellant, nam Διὸς βαλάνον nomen postea imposuere Plin.HN 15.93, cf. I 3.
7 cret. almendra, AB 225.12.
8 n. de cualquier árbol que produzca bellotas encina, roble en Egipto, Thphr.HP 4.2.1, 6, δένδρον βαλάνου Βασαν LXX Is.2.13, cf. Ge.35.8
•como n. pr. Bálano personif. de una hamadríade, Pherenicus SHell.672
•Βάλανος πένθους LXX Ge.35.8.
II ict. n. de un molusco, quizá percebe op. τήθυον Arist.HA 535a24, 547b22.
III denom. de dif. cuerpos por parecido formal
1 anat. glande Arist.HA 493a27, Gal.10.381, PIand.82.2 (I a.C.), PMag.7.192, Carm.Conu.21
•obs. en juego de sign. con III 2, ἡ β. ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος Ar.Lys.410, ἐκείνῃ τὴν βάλανον ἐνάρμοσον Ar.Lys.413.
2 clavija, pasador de un cerrojo que tb. hacía las veces de pestillo τὴν βάλανον ἔμβαλλε ... ἐς τὸν μοχλόν Ar.V.200, cf. Th.2.4, Ar.V.155, Aen.Tact.18.1, para alusión obs. v. III 1.
3 ficha de votación, Arist.Ath.63.2.
4 medic. supositorio Hp.Haem.8, Epid.3.1.3, Aret.CA 1.1.20
•pesario Hp.Nat.Mul.32 (p.362), (p.364).
• Etimología: De *gu̯°l-Hno- que aparece c. suf. *-eno- en arm. kłin, y c. diferente forma de la raíz y alarg. en dental en lat. glāns, aesl. želo̹dĭ.
Greek Monolingual
η (AM βάλανος)
1. το άκρο, το κεφάλι του πέους
2. ονομασία γένους θυσανόποδων καρκινοειδών, βαλανίδι της θάλασσας
αρχ.-μσν.
ο καρπός της βαλανιδιάς, βαλανίδι
αρχ.
1. η βαλανιδιά
2. καρφί ή κομμάτι από σίδερο το οποίο περνούσε μέσα από την τρύπα του ξύλινου μοχλού, δηλ. της αμπάρας της θύρας και τον στερέωνε στην παραστάδα
3. η καθαρτική βάλανος, «ἐκ στέατος καὶ λίτρου», που χρησιμοποιούσαν για υποκλυσμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < gwol-әno-. Η λ. συνδέεται με το αρμ. kαtin (γεν. kαtnoy) με διαφορετικό επίθημα -eno- έναντι του ελλ. -∂ηο (-ņmo-) καθώς και με (τους οδοντικά παρεκτεταμένους τύπους και από άλλη βαθμίδα της ρίζας gwel-»βαλανιδιά»), λατ. glāns, (-ndis), αρχ. σλαβ. želodĭ, αλβ. lend και —με απόκλιση στον σχηματισμό— λιθ. ğilė. Η υπόθεση συσχετισμού αυτών των λέξεων με το βάλλω δεν έχει ισχυρή βάση.
ΠΑΡ. αρχ. βαλανίδιον, βαλανίζω, βαλανίς, βαλανώ, βαλανώδης
αρχ.-μσν.
βαλάνιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. βαλανάγρα, βαλανηφάγος, βαλανηφόρος, βαλανοδόκη
(Β' συνθετικό) αρχ. αγριοβάλανος, αντιβάλανος, διοσβάλανος, δρυοβάλανος, μονοβάλανος, μυροβάλανος, πεντεβάλανος, πρινοβάλανος, φοινικοβάλανος, χαμαιβάλανος, χρυσοβάλανος].
Greek Monotonic
βάλᾰνος: [βᾰ], ἡ,
I. βελανίδι, Λατ. glans, φρούτο, καρπός του φυτού «φηγός», το οποίο παρέχεται στους χοίρους, σε Ομήρ. Οδ.· οποιοδήποτε παρόμοιο με το βελανίδι φρούτο, χουρμάς, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. (από την ομοιότητα του σχήματος), σιδερένια σφήνα, σύρτης, μάνταλο, Λατ. pessulus, το οποίο διαπερνά τον ξύλινο μοχλό (μόχλος) και εισέρχεται στις παραστάδες της πόρτας, με τέτοιον τρόπο ώστε ο μοχλός να μην κινείται μέχρι να τραβηχτεί ο σύρτης με ένα κλειδί ή γάντζο (βλ. βαλανάγρα), σε Αριστοφ., Θουκ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
βάλᾰνος: (βᾰ) ἡ
1) желудь Hom., Hes., Arst.;
2) финик Her., Xen.;
3) дуб (βάλανοι κατὰ βάθος πεφυτευμέναι Polyb.);
4) болт, затычка, задвижка (στυρακίῳ ἀκοντίου ἀντὶ βαλάνου χρῆσθαι Thuc.; τὴν βάλανον ἐς τὸν μοχλὸν ἐμβάλλειν Arph.);
5) (в ожерелье) шпенек, стержень (ἡ β. ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος Arph.);
6) анат. glans penis Arst.;
7) зоол. морской желудь (ракообразное из отряда усоногих Balanus tubicinella) Arst.