σπάθη
English (LSJ)
ἡ,
A any broad blade, of wood or metal: 1 flat wooden blade used by weavers in the upright loom (instead of the comb (κτείς) used in the horizontal), for striking the threads of the woof home, so as to make the web close, A.Ch.232, Philyll.12, Pl.Ly.208d; Dor. acc. pl. σπάθᾰς AP6.288 (Leon.). 2 spattle for stirring anything, Alex.60; esp. for medical purposes, Gal. 13.378, Heraclid.Tar. ap. eund.13.812. 3 blade of an oar, Lyc. 23. 4 pl., broad ribs, Poll.2.181, Ruf.Oss.25, and so prob. in Hp.Gland.14, PMag.Par.1.3116, Paul.Aeg.3.78. 5 broad blade of a sword, Χαλκίδικαι σπάθαι Alc.15.6; σπάθῃ κολούων φασγάνου E. Fr.373; σπάθην παραφαίνων . . χρυσένδετον Philem.70; χλαμὺς καὶ σ. (cf. Ital. capa e spada) Men.Pk.165, Sam.314, cf. Thphr.Char.25.4. 6 scraper for currying horses, PSI4.430.6 (iii B.C.), Poll.1.185. 7 stem of a palm-frond, Hdt.7.69: also spathe of the flower in many plants, esp. of the palm kind, Thphr.HP2.6.6, 2.8.4, Poll. 1.244. 8 pl., flukes of an anchor, PLond.3.1164 (h).9 (iii A.D.). 9 pl.,= ἀγκῶνες 11.1, in machines, Orib.49.4.10.
German (Pape)
[Seite 915] ἡ, 1) die Spatel, ein breites flaches Holz, dessen sich die Weber statt des Kammes od. der Weberlade beim alten senkrechten Webstuhle bedienten, um den Einschlag festzuschlagen u. so das Gewebe dicht zu machen; σπάθης τε πληγάς, Aesch. Ch. 230; τῆς σπάθης ἢ τῆς κερκίδος, Plat. Lys. 208 d. – 2) die Spatel, Etwas umzurühren, Alexis bei Poll. 10, 121. – 3) wie πλάτη, das breite Unterende am Ruder, Lycophr. 23. – 4) die breiten Rppen, auch das Schulterblatt, Hippocr. – 5) ein Schwert; Eur. u. Philem. bei Poll. 10, 145; vgl. Hesych. – 6) ein Geräth zum Striegeln der Pferde, Poll. 1, 185. – 7) der Stiel der männlichen Blüthe des Palmbaumes; Her. 7, 69; Theophr.; Poll. 1, 244.
Greek (Liddell-Scott)
σπάθη: [ᾰ], ἡ πᾶν πλατὺ ἔλασμα ὡς κοπὶς ἐκ ξύλου ἢ ἐκ μετάλλου· 1) ἐπιπεδου πλατὺ ξύλον ᾧ ἐχρῶντο οἱ παλαιοὶ ὑφάνται ἐν τῷ ὀρθίῳ αὑτῶν ἱστῷ (ἀντὶ τοῦ κτενὸς ᾧ κτενὸς ᾧ ἐχρῶντο μετέπειτα ἐν τῷ ὁριζοντίῳ) ὅπως πλήττοντες τὴν κρόκην πυκνὸν καταστήσωσι τὸ ὕφασμα, Αἰσχύλ. Χο. 232, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 4, Πλάτ. Λῦσ. 208 D· αἰτ. πληθ. Αἰολ. σπάθᾰς. Ἀνθ. Π. 6. 288· - πρβλ. σπαθάω, κερκίς. 2) πλατὺ κοχλιάριον ἐν εἴδει πτυαρίου, Λατ. spatula, δι’ οὗ ἀνακυκᾷ τίς τι, Ἄλεξ. ἐν «Δρωπίδῃ» 2· μάλιστα χάριν ἰατρικῶν σκοπῶν, Ὀρείβάσ. 122 Mai., κλπ. 3) ὡς τὸ πλάτη, τὸ πλατὺ μέρος κώπης, Λυκόφρ. 23. 4) αἱ πλατεῖαι πλευραί, ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. Β΄, 181, Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 256· - παρ’ Ἱππ. ὡσαύτως, ἡ ὠμοπλάτη, scapula, 273, 17. 5) ἡ πλατεῖα κοπὶς ξίφους, Χαλκιδικαὶ σπάθαι Ἀλκαῖ. 15Β· σπάθῃ κολούων φασγάνου Εὐρ. Ἀποσπ. 374· σπάθην παραφαίνων... χρυσένδετον Φιλήμ. ἐν «Πτωχῷ» 4. 6) ξυστρίον ἵππων, Πολυδ. Α΄, 185. 7) τὸ στέλεχος φύλλου ἢ κλάδου φοίνικος, Ἡρόδ. 7. 69· ὡσαύτως ὁ μίσχος τοῦ ἄνθους φυτῶν τινων μάλιστα τῶν ὁμοίων πρὸς τὸν φοίνικα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 6., 2. 8. 4, Πολυδ. Α΄, 244. (Λατ. spatha, Ἰταλ. spada, Γερμαν. spatel, Ἀγγλ. spade, paddle, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. morceau de bois large et plat dont se servent les tisserands pour serrer le tissu;
II. p. anal. :
1 épée à extrémité large et plate;
2 tige de la feuille et de la fleur mâle du palmier.
Étymologie: σπάω.
Spanish
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σπάδη Α
1. μικρό εργαλείο που χρησιμοποιείται, για την ανάμιξη διαφόρων υλικών και ουσιών, κν. σπάτουλα
2. ο μίσχος άνθους ή το στέλεχος κλάδου («τόξα δὲ εἶχον ἐκ φοίνικος σπάθης πεποιημένα», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. σπαθί
2. (στρ.-αθλ.) παλαιό αγχέμαχο όπλο τών ιππέων και, μεταγενέστερα, όπλο ξιφασκίας
3. ξύλινος ή σιδερένιος μοχλός του αρότρου
4. (υφαντ.) καθένας από τους δύο κανόνες με τους οποίους συγκρατείται το χτένι όρθιου υφαντικού ιστού
5. ναυτ. βραχώδης ύφαλος μικρού πλάτους και σχετικά μεγάλου μήκους, οποίος είναι παράλληλος προς την ακτογραμμή
6. βοτ. μεγάλο βράκτιο φύλλο που περιβάλλει την ταξιανθία σπάδικας
7. φρ. «ναυμάχος σπάθη»
ναυτ. σπαθί μικρού μήκους που χρησιμοποιήθηκε σε παλαιότερες εποχές ως όπλο κατά τις εμβολές σε εχθρικά πλοία
αρχ.
1. πλατύ κοπίδι από ξύλο ή μέταλλο
2. πλατύ και επίπεδο ξύλο το οποίο χρησιμοποιούσαν οι υφαντές στον όρθιο αργαλειό για να χτυπούν το υφάδι και να κάνουν πυκνό το ύφασμα («ὕφασμα τοῡτο, σῆς ἔργον χερὸς σπάθης τε πληγὰς ἔσιδε», Αισχύλ.)
3. το πλατύ μέρος κουπιού
4. η ωμοπλάτη
5. ξυστρί
6. στον πληθ. αἱ σπάθαι
α) οι όνυχες άγκυρας («πλοῑον σὺν ἀγκύραις σιδηραῑς δυσὶ σὺν σπάθαις σιδηραῑς», πάπ.)
β) πλατιές πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. σπάθη ανάγεται στην ΙΕ ρίζα sp(h)edh- με σημ. «μακρύ, επίπεδο κομμάτι ξύλου» και αντιστοιχεί στα αρχ. σαξ. spado, αγγλοσαξ. spade, spadu, βόρ. άνω γερμ. Spaten, γερμ. spadan. Αξίζει επίσης να σημειωθούν τα λατ. δάνεια spatha και spatula < σπάθη «σπαθί, σπάτουλα»].
Greek Monotonic
σπάθη: [ᾰ], ἡ, επίπεδο έλασμα που χρησιμοποιείται από τους υφαντές στον όρθιο ιστό [αντίθ. προς το χτένι (κτείς), που χρησιμοποιείται στον οριζόντιο], για να χτυπούν προς τα κάτω τις ίνες του υφαδιού, ώστε το ύφασμα να γίνει πυκνό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
σπάθη: (ᾰ) ἡ1) текст. бердо Aesch., Plut., Anth.;
2) широкий клинок (φασγάνου Eur.);
3) широкий стебель (τόξα ἐξ φοίνικος σπάθης πεποιημένα Her.).