συστατικός
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for putting together, component, μόρια S.E.M.8.84, cf. 1.104; opp. διαιρετικός, Ammon. in Porph.118.13. 2 drawing together, consolidating, opp. διαχυτικός, Thphr.Sens.84. 3 probatory, confirmatory, Hermog. Id.2.9; λόγοι σ. τινός Phld.Rh.1.12 S.; σ. δημόσιος χρηματισμός a publicly deposited deed confirmatory (of a gift), PGrenf.2.69.20, al. (iii A.D.). II of or for bringing together, introductory, commendatory, τὸ κάλλος παντὸς ἐπιστολίου -ώτερον personal appearance is better introduction than any letter, Arist. ap. D.L.5.18, cf. Plb.31.16.3; σ. ἐπιστολαί letters of introduction, 2 Ep.Cor.3.1; ἡ σ. alone, D.L.8.87; also σ. γράμματα Arr.Epict.2.3.1, POxy.1587.20 (iii A.D.). III -κόν, τό, deed of representation, power of attorney, ib.505.2 (ii A.D.); agreement to appoint a representative, PFay.35.11 (ii A.D.). 2 = minervalicium (prob. teacher's fee), Gloss. IV productive, ὑπὸ τῆς φλεγμονῆς ταρασσομένην τὴν καρδίαν τοῦδε τοῦ πάθους συστατικὴν γίνεσθαι Herod.Med. in Rh.Mus.58.70.
German (Pape)
[Seite 1044] ή, όν, zusammenstellend, -bringend, vorstellend, empfehlend; sprichwörtlich τὸ κάλλος πάσης συστατικώτερον ἐπιστολῆς, Schönheit ist empfehlender als jeder Empfehlungsbrief, D. L. 5, 18, u. A.; ἡ συστατική, sc. ἐπιστολή, Empfehlungsbrief, D. L. 8, 87. – Zum Stehen bringend, dicht machend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συστᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς σύστασιν ἢ σύναψιν, συνακτικός, συνθετικός, συνδετικός, συνεκτικός, μόρια Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 84· ἀντίθετον τῷ διαιρετικός, Ἀμμών. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 67. 52. 2) ὁ ὁμοῦ συνέλκων, στερεοποιῶν, ἀντίθετον τῷ διαχυτικός, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 84· ὁ ἀποτελῶν τι, τὰ σ. μόρια Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 84. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σύστασιν ἢ παρουσίασίν τινος πρός τινα, συστατικός, τὸ κάλλος πάσης συστατικώτερον ἐπιστολῆς, τὸ κάλλος εἶναι καλλίτερον συστατικὸν πάσης ἐπιστολῆς, Διογ. Λ. 5. 18· συστ. ἐπιστολή, συστατικὸν γράμμα, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. γ΄, 1· ἢ μόνον συστ., Διογ. Λ. 8. 87· καί, σ. γράμματα Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 3, 1. ΙΙΙ. ὁ συγκρατῶν, ἀναστέλλων, ἀναχαιτίζων, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à donner de la consistance :
1 propre à unir, à resserrer;
2 propre à faire accueillir, à recommander ; ἡ συστατική (ἐπιστολή) lettre de recommandation.
Étymologie: συνίστημι.
English (Strong)
from a derivative of συνιστάω; introductory, i.e. recommendatory: of commendation.
English (Thayer)
(Tr συντατικος (cf. σύν, II. at the end)), συστατικη, συστατικον (συνίστημι, which see), commendatory, introductory: ἐπιστολαί συστατικαι (A. V. epistles of commendation), R G, and often in ecclesiastical writings, many examples of which have been collected by Lydius, Agonistica sacra (Zutph. 1700), p. 123,15; (Suicer, Thesaurus Eccles. ii., 1194 f). (γράμματα παῥ αὐτοῦ λαβεῖν συστατικα, Epictetus diss. 2,3, 1; (cf. (Diogenes Laërtius 8,87); τό κάλλος παντός ἐπιστολιου συστατικωτερον, Aristotle, in (Diogenes Laërtius 5,18, and in Stobaeus, flor. 65,11, 2:435, Gaisf. edition).
Greek Monolingual
-ή, -ό / συστατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύσταση
2. αυτός με τον οποίο διαβιβάζεται σύσταση, καλή πληροφορία ή παράκληση για κάποιον («εἰ μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ)
3. αυτός που έχει χαρακτήρα ή δύναμη σύστασης
4. το θηλ. ως ουσ. η συστατική
επιστολή με την οποία συνιστάται κάποιος
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελεί μέρος ενός συνόλου, μηχανήματος, συσκευής, παρασκευάσματος
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το συστατικό ή τα συστατικά
το μέρος ή τα μέρη που συγκροτούν ένα σύνολο
μσν.-αρχ.
συνεκτικός, συνδετικός («συστατικὰ μόρια», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. αυτός που κάνει κάτι πηχτό, στερεωτικός
2. αυτός που παράγει κάτι («ὑπὸ τῆς φλεγμονῆς ταρασσομένην τὴν καρδίαν τοῡδε τοῡ πάθους συστατικὴν γίνεσθαι», Ηρόδ. Ιατρ.)
3. αυτός που επικυρώνει
4. αυτός που αναστέλλει, που αναχαιτίζει
5. το ουδ. ως ουσ. α) έγραφη εξουσιοδότηση, πληρεξούσιο
β) συμφωνητικό διορισμού αντιπροσώπου
γ) ο μισθός διδασκάλου
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (ενν. γράμματα) έγγραφες συστάσεις.
επίρρ...
συστατικώς Μ
με συνδετικό τρόπο, με συνοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συστα- του συνίστημι (πρβλ. συστα-σις) + κατάλ. -τικός (πρβλ. παρα-στατικός)].
Greek Monotonic
συστᾰτικός: -ή, -όν (συνίστημι III), αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην παρουσίαση ενός ανθρώπου σ' έναν άλλον, κατάλληλος να κάνεις τις συστάσεις, συστατικός· συστατικὴ ἐπιστολή, συστατικό γράμμα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συστᾰτικός: 1) составляющий, входящий в состав (τὰ συστατικὰ μόρια Sext.);
2) рекомендательный (ἐπιστολή Diog. L., NT).