φέψαλος
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ου, ὁ (also φέψελος,
A gloss on φεψάλυξ, Hsch.):—spark, piece of the embers, Ar.Ach.668 (lyr.), V.227, Arist.Mete.367a5:— φεψάλυξ [ᾰ], ῠγος, ὁ, Archil.126, Ar.Lys.107, Plb.1.48.6: prov. phrases, ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται, i.e. will be hung in the chimney, of things laid by and unused, Ar.Ach.279; οὐδὲ φεψάλυξ not so much as... Id.Lys. l. c.
German (Pape)
[Seite 1267] ὁ, Ar. Ach. 267. 641 Vesp. 227, ion. φέψελος, poet. auch φεψάλυξ, ὁ, Qualm, Dampf, Sprühasche, fliegende Feuerfunken, Schol. Aesch. Prom. 362.
Greek (Liddell-Scott)
φέψᾰλος: -ου, ὁ, Ἰων. φέψελος, Ἡσύχ.· ― σπινθὴρ ἀναφερόμενος ἐκ καιομένων ξύλων ἢ πρινίνων ἀνθράκων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 668, Σχ. 227, Ἀριστ. Μετεωρολ. 2. 8, 15· ― ὡσαύτως φεψάλυξ, υγος, ὁ, Ἀρχίλ. 113, Ἀριστοφ. Λυσ. 107. ― ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται, ἐν τῷ καπνείῳ, ὅ ἐστι θὰ κρεμασθῇ ὑπὲρ τὴν ἑστίαν, ἐπὶ πραγμάτων παρερριμμένων καὶ ἀχρήστων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 278· οὐδὲ φεψάλυξ ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
étincelle de cendre chaude, reste d’un feu mal éteint.
Étymologie: DELG d’une rac. *bhes- souffler.
Greek Monolingual
και ιων. τ. φέψελος, ὁ, Α
1. σπινθήρας από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα
2. το κάτω πλατύ τμήμα της καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φέ-ψ-αλος (< φε-φσ-αλος) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα bhs- της ΙΕ ρίζας bhes- «φυσώ» (πρβλ. ψυχή) με εκφραστικό διπλασιασμό φε- και επίθημα -αλος (πρβλ. αἴθαλος, πάσσ-αλος) και μπορεί να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. bhasman- «τέφρα, στάχτη» (εάν υποτεθεί η ύπαρξη μιας αρχικής σημ. του τ. «μέρος όπου φυσά κανείς για να ξανανάψει τη σβησμένη φωτιά»). Η αναγωγή τόσο του τ. φέψαλος όσο και του αρχ. ινδ. τ. στην ομόηχη ρίζα bhes- «τρίβω θρυμματίζω» (πρβλ. ψήω, ψήχω) δεν θεωρείται πολύ πιθανή. Τέλος, εκτός από τον τ. φέψ-αλος, απαντά επίσης και τ. φέψ-ελος (πρβλ. πτύ-αλον: πτύ-ελον, ὕ-αλος: ὕ-ελος)].
Greek Monotonic
φέψᾰλος: -ου, ὁ, σπινθήρας, κομμάτι από αναμμένα κάρβουνα, σε Αριστοφ.· ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται, δηλ. θα κρεμαστεί πάνω από τη φωτιά, λέγεται για πράγματα περιορισμένα και άχρηστα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φέψᾰλος: ὁ летящие искры (ἐξ ἀνθράκων Arph.; ὁ φ. καὶ ἡ τέφρα Arst.).