παίδευμα

From LSJ
Revision as of 07:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίδευμα Medium diacritics: παίδευμα Low diacritics: παίδευμα Capitals: ΠΑΙΔΕΥΜΑ
Transliteration A: paídeuma Transliteration B: paideuma Transliteration C: paidevma Beta Code: pai/deuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is reared up or educated, i.e. nursling, scholar, pupil, E.El.887; [ὑμεῖς] παιδεύματα θεῶν ὄντες Pl.Ti. 24d; μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματ' E.Andr.1100; πόντου παιδεύματα, of fish, Id.Fr.27.5 (lyr.): in pl., of a single object, Id.Hipp. 11.    II thing taught, subject of instruction, S.Fr.1120.3, Pl.Lg. 747c(pl.), X.Oec.7.6, D.60.16(pl.), Arist.Pol.1338a11(pl.).    2 means of instruction, κακόν τι π. ἦν ἄρ' . . ὁ πλοῦτος E.Fr.54.

German (Pape)

[Seite 439] τό, das Erzogene, Gegenstand der Erziehung, Zögling, Eur. El. 887; auch im plur., ἁγνοῦ Πιτθέως παιδεύματα, Hipp. 11, von Einem, vgl. Andr. 1102; γεννήματα καὶ παιδεύματα θεῶν ὄντες, Plat. Tim. 24 d. – Der Gegenstand des Unterrichts, καλὰ τὰ παιδεύματα καὶ προσήκοντα γίγνοιτ' ἄν, Plat. Legg. V, 747 c; Xen. Oec. 7, 6 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παίδευμα: τό, τὸ ἐκπαιδευθὲν ὑπό τινος, μαθητής, τρόφιμος, θρέμμα, Εὐρ. Ἠλ. 887, Πλάτ. Τίμ. 24D, κτλ.˙ μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματα, πρόβατα τῆς φυλλάδος θρέμματα τοῦ Παρνασσοῦ, Εὐρ. Ἀνδρ. 1100˙ πόντου παιδεύματα, ἐπὶ ἰχθύων, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 98Ε˙ - συχν. ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς μόνου προσώπου ἢ πράγματος, Ἱππόλυτος, ἁγνοῦ Πιτθέως παιδεύματα Εὐρ. Ἱππ. 11, Πλάτ. Τίμ. 24D πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051. ΙΙ. πρᾶγμα διδασκόμενον, ὑπόθεσις διδασκαλίας, μάθημα, μουσικῆς παιδεύματα, Σοφοκλ. (;) Ἀποσπ. 779, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 747C, Ξεν. Οἰκ. 7, 6, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 3, 11.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce qu’on a élevé ou instruit, élève, disciple ; poét. les poissons, les nourrissons de la mer;
2 ce qu’on a appris, connaissance, savoir.
Étymologie: παιδεύω.

Greek Monolingual

παίδευμα, τὸ (Α) παιδεύω
1. αυτός που εκπαιδεύεται, ο μαθητής, ο τρόφιμος («γεννήματα καὶ παιδεύματα θεῶν ὂντες», Πλάτ.)
2. (και τον πληθ. για ένα μόνο πρόσ.) δημιούργημα, ανάθρεμμα («Ιππόλυτος, αγνού Πιτθέως παιδεύματα», Ευρ.)
3. (για ζώα) θρέμμα («πόντου παιδεύματα», Ευρ.)
4. το αντικείμενο της διδασκαλίας, μάθημα («ταῡτα μὲν τὰ παιδεύματα καὶ ταύτας τὰς μαθήσεις ἑαυτῶν εἶναι χάριν», Αριστοτ.)
5. μέσο εκπαίδευσης («κακόν τι παίδευμα ἦν ἄρ'... ὁ πλοῡτος», Ευρ.).

Greek Monotonic

παίδευμα: -ατος, τό (παιδεύω
I. αυτό το οποίο ανατρέφεται, που διδάσκεται, νήπιο, σχολιαρούδι, μαθητής, σε Ευρ. κ.λπ.· μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματ', στον ίδ.· στον πληθ. λέγεται για ένα μόνο πράγμα, στον ίδ.
II. οτιδήποτε μπορεί να διδαχθεί, αντικείμενο διδασκαλίας, μάθημα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παίδευμα: ατος τό1) предмет обучения или преподавания, дисциплина, наука (παιδεύματα καλὰ καὶ προσήκοντα Plat.);
2) тж. pl. воспитанник, питомец (γεννήματα καὶ παιδεύματα θεῶν Plat.): Πιτθέως παιδεύματα Eur. = Ἱππόλυτος; πόντου παιδεύματα Plut. = ἰχθύες; μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματα Eur. овцы, вскормленные лесистым Парнассом.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παίδευμα -ατος, τό [παιδεύω] leerling:. παιδεύματα θεῶν leerlingen van de goden Plat. Tim. 24d; μῆλα … Παρνασίας παιδεύματ ’ schapen, grootgebracht op de Parnassus Eur. Andr. 1101. leerstof.