συμπαρακαλέω

From LSJ
Revision as of 09:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρακᾰλέω Medium diacritics: συμπαρακαλέω Low diacritics: συμπαρακαλέω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΚΑΛΕΩ
Transliteration A: symparakaléō Transliteration B: symparakaleō Transliteration C: symparakaleo Beta Code: sumparakale/w

English (LSJ)

   A call upon or exhort together, ἐπὶ συμμαχίαν Pl.R. 555a; invite at the same time, εἰς τὴν θήραν X.Cyr.8.1.38; ἥρωας σ. οἰκήτορας invite them as... ib.3.3.21; c. inf., σῶσαι Din.1.65; summon at the same time, ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις X.HG4.8.13.

German (Pape)

[Seite 984] (s. καλέω), mit zurufen, herbeirufen; ἐπὶ ξυμμαχίαν, Plat. Rep. VIII, 555 a; ἥρωας, Xen. Cyr. 3, 3, 21; εἴς τι, 8, 1, 38; ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις, Hell. 4, 8, 13; ermahnen, τινὶ τὰς δυνάμεις, Pol. 5, 83, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρακᾰλέω: μέλλ. -έσω, καλῶ ἐπί τι ἢ παρακινῶ ὁμοῦ, ἐπὶ συμμαχίαν Πλάτ. Πολ. 555Α· προσκαλῶ συγχρόνως, εἰς τὴν θήραν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 38· ἐπικαλοῦμαι προσέτι, συμπαρεκάλει δὲ καὶ ἥρωας γῆς Μηδίας οἰκήτορας καὶ κηδεμόνας αὐτόθι 3. 3, 21· μετ’ ἀπαρ., θεοῖς οὓς κἀγὼ συμπαρακαλῶ σῶσαι τὴν πατρίδα Δείναρχ. 98. 28. ΙΙ. προσκαλῶ συγχρόνως, συμπαρεκάλεσαν δὲ καὶ ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 13.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 exhorter ensemble;
2 inviter en même temps, acc.;
3 demander ou réclamer en même temps, acc..
Étymologie: σύν, παρακαλέω.

English (Strong)

from σύν and παρακαλέω; to console jointly: comfort together.

English (Thayer)

(T WH συνπαρακαλέω (cf. σύν, II. at the end)), συμπαρακάλω: 1st aorist passive infinitive συμπαρακληθῆναι;
1. to call upon or invite or exhort at the same time or together (Xenophon, Plato, Plutarch, others).
2. to strengthen (A. V. comfort) with others (souls; see παρακαλέω, II:4): συμπαρακληθῆναι ἐν ὑμῖν, that I with you may be comforted among you, i. e. in your assembly, with you, Romans 1:12.

Greek Monotonic

συμπαρακᾰλέω: μέλ. -έσω,
I. προσκαλώ ή παραινώ μαζί ή συγχρόνως, σε Ξεν., Πλάτ.
II. ζητώ συγχρόνως, τι ἀπό τινος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρακᾰλέω: 1) призывать, приглашать (ἐπὶ ξυμμαχίαν Plat.; εἰς τὴν θήραν Xen.): σ. ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις Xen. предложить союзникам прислать (своих) послов;
2) призывать в молитвах (ἥρωας σ. οἰκήτορας Xen.);
3) совместно убеждать, увещевать (τινα Polyb., Plut.);
4) совместно утешать (συμπαρακληθῆναι διά τινος NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρακαλέω tegelijk erbij roepen of uitnodigen of te hulp roepen; met ἐπί + acc., met εἰς + acc. voor iets. samen troosten. NT Rom. 1.12.