Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλείτης

From LSJ
Revision as of 22:00, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλείτης Medium diacritics: ἀλείτης Low diacritics: αλείτης Capitals: ΑΛΕΙΤΗΣ
Transliteration A: aleítēs Transliteration B: aleitēs Transliteration C: aleitis Beta Code: a)lei/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A sinner, of Paris and suitors of Penclope, Il.3.28, Od.20.121:—ἀλείτης τινός sinner against one, A.R.1.1338:—fem. ἀλεῖτις Hdn.Gr.2.67; cf. ἀλιταίνω, ἀλοιτός.

German (Pape)

[Seite 92] ὁ (ἀλιτεῖν), Frevler, Hom. zweimal, Iliad. 3, 28 Od. 20, 121 φάτο γὰρ τίσεσθαι (τίσασθαι) ἀλείτην (ἀλείτας); τινός Ap. Rh. 1, 1338.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλείτης: -ου, ὁ, (ἄλη) ὁ παραπλανῶν τινα ἢ παρεκβαίνων τῆς εὐθείας ὁδοῦ, παραβάτης, ἁμαρτωλός, περὶ τοῦ Πάριδος καὶ τῶν μνηστήρων τῆς Πηνελόπης, Ἰλ. Γ. 28, Ὀδ. Υ. 121· - ἀλείτης τινός, ὁ εἴς τινα ἐξαμαρτάνων, Ἀπολλ. Ρόδ. Λ. 1338: - πρβλ. ἀλιτρός, ἀλοίτης, ἀλοιτός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
coupable.
Étymologie: ἀλιταίνω.

English (Autenrieth)

sinner, evil-doer, Il. 3.28, Od. 20.121.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Grafía: graf. ἀλίτ- Apollon.Lex.259, Orio 32, PMasp.97ue.77 (VI d.C.)

• Prosodia: [ᾰ-]
ofensor, el que agravia φάτο γὰρ τείσεσθαι ἀλείτην dijo que pagaría el ofensor, Il.3.28, cf. Od.20.121, Orio 32, Apollon.Lex.259, PMasp.l.c.
c. gen. ofensor ἐνηέος ἀνδρὸς ἀλείτην A.R.1.1338.

Greek Monolingual

ἀλείτης, ο (Α)
1. (για τον Πάρι και τους μνηστήρες της Πηνελόπης) αμαρτωλός, ανόσιος, κακούργος
2. αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική οικογένεια, όπως το αρχ. γερμ. leid «μισητός, απεχθής», το νεώτερο γερμ. Leid «θλίψη, πόνος» και το αρχ. σκανδιναβ. [leidr «δυσάρεστος, μισητός» — το αρκτικό α- της λ. πιθ. να είναι προθετικό. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα (-οι-) της ρίζας της λ. ἀλείτης πρέπει να προέρχεται και το επίθ. του θανάτου ἀλοίτης «εγκληματικός», επομένως «σκληρός, απάνθρωπος». Με τη μηδενισμένη βαθμίδα (-ι-) της ίδιας ρίζας, εξάλλου, συνδέονται και οι αοριστικοί τ. ἤλιτεν, ἠλίτετο, που απαντούν στο έπος και στα χορικά του Αισχύλου, από όπου υποχωρητικά και ο ενεστωτικός τ. ἀλιταίνω «αμαρτάνω, αδικώ, βλάπτω». Τέλος, με την ίδια ρίζα πρέπει να συνδέονται και τα επίθ. ἀλιτήριος «ανόσιος, αμαρτωλός, ένοχος» και ἀλιτρός «αμαρτωλός, κακός, φαύλος». Η ρίζα ἀλίτ-, από την οποία ερμηνεύονται οι ρηματικοί τ., θεωρείται βάση ολόκληρης της ετυμολογικής αυτής ομάδας. Οι επιθετικοί τ. ἀλεί-της, ἀλι-τή-ριος (πρβλ. θελκ-τήριος, ἱκε-τήριος, λυ-τή-ριος), ἀλι-τρός (πρβλ. ἰα-τρός, δαιτρός) θεωρούνται μεταγενέστεροι σχηματισμοί].

Greek Monotonic

ἀλείτης: -ου, ὁ (ἀλέομαι), αυτός που ξεφεύγει, διαφεύγει της τιμωρίας, παραβάτης, αμαρτωλός, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλείτης: ου (ᾰ) ὁ злодей, нечестивец, совратитель Hom.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: sinner (Il.)
Compounds: From the stem of the aorist ἀλιτό-ξενος sinning against a guest (Pi.), with metrical lengthening e. g. ἠλιτό-μηνος missing the right month, i. e. untimely born (Il.). νηλείτιδες Od. to be read *νηλείτεες (Beekes, Lar. 108f, 289), cf. νηλείτης Antim. 177W; νηλείτης· ἀναμάρτητος LSJ Supp.; νηλιτέες· ἀναμάρτητοι, ἀναίτιοι, [ἄχρηστοι] H. with νη- < *n̥-h₂leit- (from *h₂leit-os n.?)
Derivatives: With ablaut: ἀλοίτης criminal (Emp.); ἀλοιταί κοιναί, ἁμαρτωλαί, ποιναί H. ἀλοιτήεσσαν κοινήν, ἄνανδρον EM. - With zero grade: aor. ἤλιτον, pres. (sec.) ἀλιταίνω, offend against, transgress (Hom.). From ἀλιτεῖν: ἀλιτήμων criminal but also cursed (Il.). Further ἀλιτρός sinner, rogue, also adj. (Hom.).
Origin: IE [Indo-European] [672] *h₂leit- sin?
Etymology: On the relation of the Greek forms s. Tichy, Glotta 55 (1977)160ff. The only cognate proposed is OHG leid, NHG Leid (*laiÞa-) injustice. The ablaut suggests an old IE form.