δύη

From LSJ
Revision as of 00:25, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύη Medium diacritics: δύη Low diacritics: δύη Capitals: ΔΥΗ
Transliteration A: dýē Transliteration B: dyē Transliteration C: dyi Beta Code: du/h

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, Dor. (not in Trag.) δύα, poet. Noun,

   A misery, anguish, Od.14.215, etc.; πῆμα δύης height of woe, ib.338; πέλαγος ἀτηρᾶς δύης A.Pr.746; γενναία δ. S.Aj.938 (lyr.): pl., πημοναῖς δύαις τε A. Pr.513, cf. 181 (lyr.), 525, etc.: also in late Prose, App.BC4.42; Pythag. name for two (by false etym.), Theol,Ar.12.

German (Pape)

[Seite 671] ἡ, Unglück, Elend = Att. Prosa κακοπάθεια; Homer viermal, Odyss 14, 215. 338. 18, 53. 81; merkwürdig ist Odyss. 14, 338 ὄφρ' ἔτι πάγχυ δύης ἐπὶ πῆμα γενοίμην, Scholl. Ἀριστοφάνης δύῃ ἐπὶ πῆμα γένηται, ἀντὶ τοῦ ἐπὶ τῇ δύῃ· ἵνα μοι πῆμα ἄλλο γένηται. δύναται δὲ λείπειν ἡ ἐξ, ἵν' ᾖ ἐκ τῆς δύης ἐπὶ βλάβην ἔλθοιμι; vgl. Odyss. 3, 152 ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο. Ueber die Abstammung des Wortes vgl. Apoll. Lex. Homer. p. 60, 32 u. Curtius Grundz. der Griech. Etymol. 1 S. 204. – Aeschyl Prom. 513 πημοναῖς δύαις τε; Eum. 562 ἀμηχάνοις δύαις, u. öfter; δειλαίᾳ συγκέκραμαι δύᾳ Soph. Ant. 1295; χωρεῖ πρὸς ἧπαρ γενναία δύη Ai. 918; sp. D., wie Nic. Al. 19 Th 920. Auch App. B. C. 4, 42.

Greek (Liddell-Scott)

δύη: ἡ, Δωρ. δύα, ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ. (ἴδε ἐν λ, δαίω (Α), πρβλ. δυάω, ὀδύνη)· ― ποιητ. λέξις, δυστυχία, ἀθλιότης, ἀγωνία, Ὀδ. Ξ. 215, καὶ Τραγ.· πῆμα δύης, βάρος ὀδύνης, δυστυχίας, Ὀδ. Ξ. 338· πέλαγος ἀτηρᾶς δύης Αἰσχύλ. Πρ. 746· γενναία δύη Σοφ. Αἴ. 938· πληθ., πημοναῖς δύαις τε Αἰσχύλ. Πρ. 512, πρβλ. 179, 525, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1ης (ἡ) :
calamité, malheur, affliction.
Étymologie: probabl. apparenté à δαίω.
23ᵉ sg. poét. opt. ao.2 (p. δυίη) de δύω.

English (Autenrieth)

misery, misfortune. (Od.)

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): dór. -ᾱ B.1.79, A.Pers.1039

• Prosodia: [-ῠ-]

• Morfología: [plu. gen. -ᾶν B.15.46]
1 desdicha, sufrimiento, penalidad με δ. ἔχει Od.14.215, δύης ἐπὶ πῆμα γενοίμην Od.14.338, δύην περιτρέμει Semon.8.58, εὔχοντο παύσασθαι δυᾶν B.15.46, αἰαῖ, αἰαῖ, δύα, δύα A.l.c., ἀνεπίφραστοι δύαι Semon.2.21, πέλαγος ἀτηρᾶς δύης A.Pr.746, γενναία δ. intenso sufrimiento S.Ai.938, δύην ἀπόθεστον ἀλάλκοι Call.Fr.325, cf. A.R.1.120, Nic.Al.19, unido a πενία B.1.79, cf. Fr.25.3, A.R.4.1387, πημοναῖς δύαις τε A.Pr.513, cf. A.1622, Eu.562, δ. καὶ δούλια ἔργα A.R.4.38, δ. καὶ κλέος por la que debe pasar el héroe, Orph.A.94, cf. 1065, ἔμπλεως καὶ δύης καὶ ῥύπου App.BC 4.42, δύης ἄκος A.R.1.907, cf. 4.1649, Opp.H.1.302, c. gen. subjet. Φινῆος ... δ. situación penosa de Fineo A.R.2.769, Πάρθων τε δύας Opp.C.1.31.
2 otro n. pitagórico del dos por falsa etim. Theol.Ar.12.

• Etimología: Si el sent. originario era el de ‘quemazón’, procedería de *dH2eH2, de la misma r. que da lugar a ai. dūná < *d°H°n-, gr. δαίω < δαϝω < *d°H°-i̯- y c. otro vocalismo a ai. doman- ‘incendio’ < *deH2m-.

Greek Monolingual

δύη, η (Α)
1. δυστυχία, αθλιότητα
2. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός δύο.

Greek Monotonic

δύη: Δωρ. δύα, ἡ, αθλιότητα, δυστυχία, αγωνία, πόνος, οδύνη, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.· δυηπᾰθίη, , αθλιότητα, δυστυχία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δύη: дор. δύα ἡ бедствие, несчастье, горе Hom., Aesch., Soph.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: misery, anguish (Od.).
Other forms: Dor. δύα
Compounds: As first member in δυη-παθής (A. R.)
Derivatives: δύϊος unhappy, painfull (A. Supp. 829 [lyr.]), δυερός id. (metr. inscr., Attica); causative present 3. Sg. δυόωσι bring in misery (υ 195), perf. ptc. δεδυημένη κεκακωμένη H. with derivations.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: If originally burning pain, δύη could belong to a root burn, as in Skt. dunóti burn (trans.), pain, OHG zuscen burn. (In Greek only in δαίω<*dh₂u̯-, δήϊος, s. vv.; from zero grade *dh₂u-? but this cannot be considered certain, of course. - Pok. 179ff.