λιαρός
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ά, όν,
A warm, lukewarm, αἷμα, ὕδωρ, Il.11.477, 830, Od.24.45, etc.; οὖρος λ. a warm, soft wind, 5.268; ὕπνος λ. gentle, balmy, Il.14.164, cf. A.R.3.300, etc.
German (Pape)
[Seite 42] wie χλιαρός, warm, lau; von warmen Quellen, Il. 22, 149; ἀπ' αὐτοῦ δ' αἷμα κελαινὸν νῖζ' ὕδατι λιαρῷ, 11, 830, öfter; auch αἷμα λ., 11, 477, u. οὖρος λ., ein lauer, linder Wind, Od. 5, 268. 7, 266, wie es auch sp. D. brauchen, λιαρὴ – αὔρη, Ap. Rh. 3, 1032, ἄνεμος, 1245; γάλα, Theocr. 25, 105. – Ueberhaupt mild, sanft, ὕπνος, linder Schlaf, Il. 14, 164; λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρώς, Opp. Hal. 2, 279.
Greek (Liddell-Scott)
λιᾰρός: -ά, -όν, = χλιαρὸς (ἴδε Χχ ΙΙΙ), θερμός, ὑπόθερμος, αἷμα, ὕδωρ Ἰλ. Λ. 477, 830, Ὀδ. Ω. 45, κτλ.· οὖρος λ., θερμὸς καὶ λεπτὸς ἄνεμος, Ε. 268· ὕπνος λ., ἥσυχος, ἤρεμος, ἀμβρόσιος, Ἰλ. Ξ. 164· ― οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 300, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 chaud, tiède (sang, eau, etc.);
2 doux, agréable.
Étymologie: DELG cf. χλιαρός.
English (Autenrieth)
warm, lukewarm; αἷμα, ὕδωρ, Λ , Od. 24.45; then mild, gentle, Od. 5.268, Il. 14.164.
Greek Monolingual
λιαρός, -ά, -όν (Α)
1. θερμός, υπόθερμος, χλιαρός («ὄφρ' αἷμα λιαρὸν καὶ γούνατ' ὀρώρῃ», Ομ. Ιλ.)
2. ήρεμος, ήσυχος («τῷ δ' ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει και στη σημ. και στη μορφή του τον τ. χλιαρός. Πιθ. λιαρός < λισαρός, οπότε είναι συγγενές με αρχ. άνω γερμ. lĩso «μαλακώνω», μέσ. άνω γερμ. lĩse «ήπιος, πράος», λιθουαν. lysti «ισχνός». Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ο τ. συνδέεται με τους τ. λιτός και λεῖος.
Greek Monotonic
λῐᾰρός: -ά, -όν, όπως το χλιαρός, θερμός, υπόθερμος, σε Όμηρ.· οὖρος λιαρός, θερμός και απαλός άνεμος, σε Ομήρ. Οδ.· ὕπνος λιαρός, ήσυχος, ήρεμος, ευχάριστος, γλυκός ύπνος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
λιᾰρός: 1) теплый (αἷμα, ὕδωρ, οὖρος Hom.; γάλα Theocr.);
2) приятный, спокойный (ὕπνος Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: tepid, mild (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Note the great similarity with the synonymous χλιαρός, cf. Güntert Reimwortbildungen 147; other semantically close formations in -αρός in Chantraine Form. 227. Unexplained; diff. hypotheses in Bq, a. o. (with Kluge and Osthoff MU 6, 324) to OHG līso slow and Lit. lýsti become meager. Useless Fur. 240 compares λιβρός.