μάρτυς
English (LSJ)
ὁ, ἡ, Cret., Epid. μαῖτυς Leg.Gort.1.13, al., IG42(1).42, Cret. also μαίτυρς GDI4998 v ii; gen. μάρτῠρος, acc. -ῠρα Hes.Op. 371, etc., formed from μάρτυρ (q. v.), exc. acc.
A μάρτῠν Simon. 84. 4, Men. 1034, Plu. 2.49a; dat. pl. μάρτῠσι (but μάρτυρσι prob. in Hippon. 51):—witness (not in Hom.), Hes. l.c., h.Merc.372, Thgn. 1226, etc.; ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεύς Pi.P.4.167, cf. A.Eu.664; ἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μ. σοφώτατοι Pi.O.1.34; τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς S. Tr.1248, cf. E.Ph.491; μάρτυρα θέσθαι τινά Id.Supp.261; μ. θεοὺς ποιεῖσθαι Th.4.87, etc.; μάρτυρι χρῆσθαί τινι Arist.Rh.1375b30; μάρτυρας παρέχεσθαι produce witnesses, Pl.Grg.471e, cf. D.27.51, etc.; μάρτυρες παρίστανται X.Cyr.1.6.16; μάρτυρα παράγεσθαι, μάρτυρας ἐπάγεσθαι, Pl.Lg.836c, R.364c; δικάζει ταῦτα μαρτύρων ὅπο A.Supp. 934; μαρτύρων ἐναντίον Antipho 1.28, Ar.Ec.448; ἐν μάρτυσι Pl.Smp. 175e; τί δεῖται μάρτυρος; Id.R.340a. II martyr, Apoc.2.13, etc. III Astrol., in aspect, μάρτυρες ἀλλήλων Man. 4.451. (Cf. μάρτυρ, μάρτυρος.)
German (Pape)
[Seite 97] υρος, ὁ, dat. plur. μάρτυσι, acc. sing. μάρτυρα, doch wird μάρτυν aus Men. bei Phot. angeführt, Sp. haben auch den nom. μάρτυρ, Zeuge, Zeuginn, Hes. O. 373; H. h. Merc. 372, μάρτυς ἔστω Ζεύς, Pind. P. 4, 167, öfter; ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας, von den Säulen des Herakles, N. 3, 22; Tragg., ὡς ἂν παρῇ μοι μάρτυς ἐν δίκῃ ποτέ, Aesch. Ch. 981; μάρτυς ἐν λόγοις, Soph. Phil. 319; πολλῶν παρόντων μαρτύρων, Trach. 351; τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς, Eur. Troad. 1238; μαρτύρων ἐναντίον, Ar. Eccl. 448, vor Zeugen; sehr gew. in Prosa, τί δεῖται μάρτυρος; Plat. Rep. I, 340 a; ἐν μάρτυσι, vor Zeugen, Conv. 175 e; μάρτυρας παρέξομαι, ich werde Zeugen stellen, 215 b, u. so häufig bei den Rednern; auch τούτοις τοῖς λόγοις μάρτυρας τοὺς ποιητὰς ἐπάγονται, Plat. Rep. II, 364 c, wie μάρτυρα παραγόμενος τὴν τῶν θηρίων φύσιν, Legg. VIII, 836 c; αὐτὸν σὲ μάρτυρα ποιοῦμαι, Xen. An. 7, 7, 39 u. sonst, auch bei Folgdn.
Greek (Liddell-Scott)
μάρτῠς: ὁ, καὶ ἡ, γεν. μάρτῠρος, αἰτ. -ῠρα, (Ἀρχίλ. 11), κτλ., σχηματίζονται ἐκ τοῦ μάρτυρ, πλὴν τῆς αἰτ. μάρτῠν Σίμων. 84, Μένανδ. παρὰ Φωτ.· δοτ. πληθ. μάρτῠσι, ποιητ. μάρτυσσι Ἱππῶν. 42, Meineke εἰς Εὐφορ. 109· (ἴδε ἐν λ. μέριμνα): - μάρτυς (οὐχὶ παρ’ Ὁμ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 369, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 372, Θεογν. 1226, κτλ.· ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεὺς Πινδ. Π. 4. 297, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 664· ἁμέραι δ’ ἐπίλοιποι μ. σοφώτατοι Πινδ. Ο. 1. 54· μάρτυρας καλῶ θεοὺς Σοφ. Τρ. 1248, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 491· μάρτυρα θέσθαι τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 261· μ. θεοὺς ποιεῖσθαι Θουκ. 4. 87, κτλ.· μάρτυρι χρῆσθαί τινι Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 13· - ἀλλά, μάρτυρας παρέχεσθαι, ἦτο ἡ κοινοτάτη παρ’ Ἀττ. φράσις ἐπὶ τῆς κοινοτάτης προσαγωγῆς μαρτύρων, Πλάτ. Γοργ. 471E, Δημ. 829. 20, κτλ.· οὕτω καί, μ. παριστάναι, παράγεσθαι, ἐπάγεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16, Πλάτ. Νόμ. 836C, Πολ. 364C· δικάζει ταῦτα μαρτύρων ὕπο Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 934· μαρτύρων ἐναντίον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 448, Ἀντιφῶν 114. 25· ἐν μάρτυσι Πλάτ. Συμπ. 175E, τί δεῖται μάρτυρος; ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 340A· - συναπτόμενον μετ’ οὐδ. οὐσιαστικοῦ, Κάλλιπος μάρτυρα ποιεῖται... τὰ ἔπη Παυσ. 9. 29, 2. - Ἰσοδύναμοι τύποι: μάρτυρος, μάρτυρ, ἃ ἴδε. ΙΙ. ὁ μαρτυρήσας ὑπὲρ τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως, Μαρτύρ. Πολυκ. 1021A, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1060Β, Ὠριγ. ΙΙΙ, 412C, κλ. - Ἐνίοτε λέγεται ἡ λέξις καὶ ἐπὶ Ὁμολογητ., Ἱππόλυτ. Αἱρ. 454, 45.
French (Bailly abrégé)
υρος (ὁ, ἡ, τό)
témoin : μάρτυρά τινα ποιεῖσθαι THC prendre qqn à témoin ; μάρτυρας καλῶ θεούς SOPH j’en atteste les dieux ; μάρτυρι χρῆσθαί τινι ARSTT faire paraître qqn comme témoin ; μαρτύρων ἐναντίον AR par devant témoins.
Étymologie: DELG cf. skr. smarati « se souvenir ».
English (Slater)
μάρτῠς (-υς, -υρ(α), -υρες, -υρας.)
1 witness ἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μάρτυρες σοφώτατοι (O. 1.34) τεαὶ γὰρ ὧραι μ' ἔπεμψαν μάρτυῤ ἀέθλων (O. 4.3) πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί (P. 1.88) “καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεύς” (P. 4.167) δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει, πιστοὶ χορευτᾶν μάρτυρες (P. 12.27) κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς (Wil.; cll. (O. 1.34) : κλυτάς codd.) (N. 3.23) οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων (Neoptolemos?, Pindar?; v. Tugendhat, Hermes, 1960, 395̆{1}) (N. 7.49) πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν a chorus of girls sings Παρθ. 2. 39.
Spanish
English (Strong)
of uncertain affinity; a witness (literally (judicially) or figuratively (genitive case)); by analogy, a "martyr": martyr, record, witness.
Greek Monolingual
ο
βλ. μάρτυρας.
Greek Monotonic
μάρτῠς: ὁ, επίσης ἡ, γεν. μάρτυρος, αιτ. -ῠρα κ.λπ., τύπος προερχόμενος από το μάρτυρ, αλλά επιπλέον αιτ. μάρτῠν, με δοτ. πληθ. μάρτῠσι· μάρτυρας (ο, η), σε Ησίοδ., Θέογν.· μάρτυρα θέσθαι τινά, σε Ευρ.· μάρτυρας θεοὺς ποιεῖσθαι, σε Θουκ.· μάρτυρι χρῆσθαί τινι, σε Αριστ.· μάρτυρας παρέχεσθαι, παρουσιάζω μάρτυρες, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως, μάρτυρας παριστάναι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μάρτυς: ῠρος ὁ и ἡ (acc. иногда μάρτυν, dat. pl. μάρτῠσι)
1) свидетель(ница) (μάρτυρας καλεῖν θεούς Soph.): μαρτύρων ἐναντίον Arph. и ἐν μάρτυσι Plat. в присутствии свидетелей;
2) свидетельство, подтверждение, доказательство, довод: μάρτυρα παράγεσθαί или ἐπάγεσθαί τι Plat. приводить что-л. в подтверждение;
3) засвидетельствовавший своей кровью, т. е. мученик (Στέφανος ὁ μ. NT).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. f.
Meaning: witness (Il.; on the spread etc. E. Kretschmer Glotta 18, 92 f., on the use in Homer Nenci Par. del Pass. 13, 221ff.) martyr, (blood-witness) (christ. lit.; s. Bauer Gr.-dt. Wb. s.v.).
Other forms: Aeol. (Hdn. Gr.) a. Dor. μάρτυρ, Cret. Epid. μαῖτυς (-ρς), -ρος, acc. also μάρτυν (Simon.), dat. pl. μάρτυσι (-ρσι Hippon.?); ep., also NWGr. μάρτυρος.
Compounds: Compp., e.g. μαρτυρο-ποιέομαι call as witness (inscr., pap.), ψευδό-μαρτυς false witness (Pl.; Risch IF 59, 257 f.), ἐπί-μαρτυς witness (Ar., Call., A. R.), prob. backformation from ἐπι-μαρτύρομαι, -ρέω; on supposed ἐπιμάρτυρος (for ἔπι μάρτυρος) see Leumann Hom. Wörter 71.
Derivatives: μαρτυρία (λ 325; cf. below on μαρτυρέω), μαρτύριον (IA) testimony, evidence. Denominatives: 1. μαρτύρομαι, also wiht prefix, e.g. δια-, ἐπι-, call as witness (IA); 2. μαρτυρέω, often w. prefix, e.g. ἀντι-, ἐκ-, ἐπι-, δια-, κατα-, συν-, testify, bear witness (Alc., Pi., IA) with μαρτύρημα (E.), (ἀντι-, κατα-)-μαρτύρησις (Epicur., pap.) testimony, also (δια-, ἐκ-, ἐπι-, συμ-) μαρτυρία id. (cf. above and Scheller Oxytonierung 34f. w. n. 4).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The basis may be a verbal noun *μάρ-τυ- testimony, seen in μάρ-τυς, -τυν, -τυσι; cf. below. The change from abstract testimony to appellative witness is attested more often, e.g. Fr. témoin < Lat. testimonium, Engl. witness orig. testimony, then witness. The suffix ρο- gave the personal, prob. orig. adjectival μάρτυ-ρος. A compromise with μάρτυς gave perhaps the consonantstem μάρτυρ-; note esp. the gen. pl. μαρτύρων (ἐναντίον μαρτύρων etc.), which can be both from the o-stem and from the consonantstem; further see Egli Heteroklisie 117ff. Dissimilation occurred in μαῖτυ(ρ)ς (< *μάρτυρ-ς); μάρτυσι and μάρτυς can be explained in the same way (Schwyzer 260); cf. above. - As zero grade τυ-derivation μάρτυς may belong to a verb for remember, which may be found in Skt. smárati and which may have other derivatives in Greek, e.g. μέριμνα (s. v.); proper meaning *'remembrance'. -- Not with Thieme Studien 55 (with criticism of the traditional interpretation): from *mr̥t-tur prop. seizing death (?), cf. Leumann Gnomon 25, 191. - But this cannot explain the vocalism, so rather a loand from Pre-Greek (Fur. 296). The speculations above, which start from an IE origin, must be rejected.