σάπφειρος

From LSJ
Revision as of 06:36, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάπφειρος Medium diacritics: σάπφειρος Low diacritics: σάπφειρος Capitals: ΣΑΠΦΕΙΡΟΣ
Transliteration A: sáppheiros Transliteration B: sappheiros Transliteration C: sapfeiros Beta Code: sa/pfeiros

English (LSJ)

(proparox.), ἡ,

   A lapis lazuli, of which two chief kinds, κυανῆ and χρυσῆ, are mentioned by Thphr.Lap.23,37, D.P.1105; cf. LXX Ex.24.10, al., J.AJ3.7.5, Peripl. M.Rubr.39. (Cf. Hebr. sappīr, perh. not Semitic.)

German (Pape)

[Seite 862] ἡ, auch σάμφειρος, der Sapphir, ein Edelstein, von dem es 2 Hauptarten gab, κυανῆ u. χρυσῆ, D. Per. 1105; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σάπφειρος: ἡ, κατὰ τὸν Beckmann ἐν Hist. of Invent., καὶ τὸν King ἐν Antique Gems, οὐχὶ ὁ νῦν σάπφειρος ἀλλ’ ὁ lapis lazuli, λίθος τῆς ὁποίας ὑπῆρχον δύο εἴδη, κυανῆ καὶ χρυσῆ, εἶναι ὁ ὑπὸ τοῦ Θεοφράστου μνημονευόμενος ἐν τοῖς π. Λίθ. 23 καὶ 37, Διον. Π. 1104. (Πιθαν. ἡ λέξις παρελήφθη ἐκ τῶν Φοινίκων, πρβλ. τὸ Ἑβρ. sappir).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
lapis-lazuli ou saphir.
Étymologie: cf. hébr. sappir, lui-même emprunté à ?

English (Strong)

of Hebrew origin (סַפִּיר); a "sapphire" or lapis-lazuli gem: sapphire.

English (Thayer)

σαπφείρου, ἡ, Hebrew סַפִיר, sapphire, a precious stone (perhaps our lapis lazuli, cf. B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Sapphire; Riehm, HWB, under the word Edelsteine, 14): Theophrastus, Dioscorides (100 A.D.>?), others; the Sept..)

Greek Monolingual

ο / σάπφειρος, η, ΝΜΑ, και σάμφειρος Α
το ζαφείρι, διαφανής ως ημιδιαφανής ποικιλία του κορουνδίου, φυσική ή συνθετική, σήμερα, που έχει θεωρηθεί πολύτιμος λίθος ακόμη από το 800 π.Χ. και έχει χρώμα το οποίο κυμαίνεται από ανοιχτό ώς βαθύ κυανό ή ιώδες
νεοελλ.
συν. στον πληθ. οι σάπφειροι
διάφορες άχρωμες, γκρίζες, κίτρινες, ροδόχροες, πορτοκαλόχρωμες, πράσινες ιώδεις και καστανές πολύτιμες ποικιλίες του κορουνδίου
αρχ.
ο ημιπολύτιμος λίθος λάπις λάζουλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., η οποία απαντά και στην Σημιτική (πρβλ. εβρ. sappīr). Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. sani-priya-, ονομ. ενός σκουρόχρωμου λίθου, δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

σάπφειρος: ἡ, πολύτιμος λίθος σε κυανή απόχρωση, σάπφειρος, ζαφείρι, ή (όπως κάποιοι θεωρούν) το πετράδι lapis lazulis. (πιθ. Φοιν. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

σάπφειρος: ἡ (евр.) сапфир NT.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: lazurite, "sapphire" (Thphr., LXX etc.; on the meaning Schrader-Nehring Reallex. 1, 212).
Derivatives: σαπφείρ-ιον (-ππ-) n. colouring made of σ. (pap.), -ινος made of σ. (pap., Philostr. a.o.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Semit.?
Etymology: Semit. LW [loanword]; cf. Hebr. sappīr. Further connection with OInd. (lex.) śani-priya- n. name of a dark stone (since A. Müller BB 1, 281) seems quite doubtful. However, in Semit. the word is rather a loanword (Masson, Emprunts sémit. 66 n. 2). --The word looks Pre-Greek (-πφ-, -ειρ-ος). Through Lat. sapphirus the word came in the European languages, Eng. sapphire etc.