Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐσεβέω

From LSJ
Revision as of 15:50, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσεβέω Medium diacritics: εὐσεβέω Low diacritics: ευσεβέω Capitals: ΕΥΣΕΒΕΩ
Transliteration A: eusebéō Transliteration B: eusebeō Transliteration C: efseveo Beta Code: eu)sebe/w

English (LSJ)

   A live or act piously or reverently, abs., Thgn.145, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., V B.C.), S.Aj.1350, etc.; εἴς τινα towards one, Id.Ant.731; περί τινα E.Alc.1148; περὶ θεούς Pl.Smp.193a; πρὸς τὸν θεόν Men.Mon.567; πρὸς θεούς AP10.107 (E.); εὐ. τὰ πρὸς θεούς S. Ph.1441; τὰ περὶ τοὺς θεούς Isoc.3.2; of outward acts of service, θύουσα καὶ εὐσεβοῦσα τοῖς θεοῖς PRyl.112 (a).4 (iii A.D.); εὐ. θεούς to reverence them, A.Ag.338 (nisi leg. εὖ σέβειν) ; εὐσεβήσασαν τὴν θεόν BCH44.77 (Lagina):—Pass., εὐσεβεῖσθαι to be reverenced, Antipho 3.3.11, Ph.2.201; of a duty, to be reverently discharged, Pl.Ax. 364c.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσεβέω: εἶμαι εὐσεβής, ζῶ ἢ φέρομαι εὐσεβῶς καὶ μετ’ εὐλαβείας, ἀπολ., Θέογν. 145, Σοφ. Αἴ. 1350, κλ.· εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 731· περί τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1148, Πλάτ. Συμπ. 193Α· πρός τινα Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 567· Ἀνθ. Π. 10. 107· εὐσ. τὰ πρὸς θεούς, εἰς τὰ ἀποβλέποντα τοὺς θεούς, Σοφ. Φιλ. 1441· τὰ περὶ θεοὺς Ἰσοκρ. 26Β: ― ὡσαύτως, εὐσ. θεούς, σέβεσθαι αὐτούς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 338, κλ.· ἐν ταύτῃ τῇ περιπτώσει ὁ Πόρσων ἐν Εὐρ. Φοιν. 1340 γράφει εὖ σέβειν («vitentur tragici dìxisse εὖ σέβειν θεοὺς καὶ εὐσεβεῖν εἰς θεούς»), ἀλλ’ ἡ διάκρισις εἶναι ἀμφισβητήσιμος, διότι καὶ τὰ ῥήματα εὐεργετέω καὶ ἀσεβέω εἶναι ἐν χρήσει μετ’ αἰτ. προσώπου (ἴδε τὰς λέξ.)· ἔχομεν δὲ καὶ Παθ. εὐσεβεῖσθαι, ἀπολαύειν σεβασμοῦ, ἐν Ἀντιφῶντι 123. 42, Πλάτ. Ἀξίοχ. 364C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être pieux, montrer des sentiments de piété (religieuse, filiale, etc.).
Étymologie: εὐσεβής.

English (Strong)

from εὐσεβής; to be pious, i.e. (towards God) to worship, or (towards parents) to respect (support): show piety, worship.

English (Thayer)

ἐυσεβω (εὐσεβής); "to be εὐσεβής (pious), to act piously or reverently" (toward God, one's country, magistrates, relations, and all to whom dutiful regard or reverence is due); in secular authors followed by εἰς, περί, πρός τινα; rarely also transitive, as Aeschylus Ag. 338 (τούς Θεούς) and in the Bible: τόν ἴδιον οἶκον, Θεόν, to worship God, Josephus, contra Apion 2,11, 1).

Greek Monotonic

εὐσεβέω: μέλ. -ήσω, ζω ή φέρομαι με ευσέβεια και ευλάβεια, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· εἴς τινα, απέναντι σε κάποιον, στον ίδ.· εὐσ. τὰ πρὸς θεούς, σε ζητήματα που αναφέρονται στους θεούς, που έχουν σχέση με τους θεούς, στον ίδ.· επίσης, εὐσ. θεούς, ο σεβασμός προς αυτούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐσεβέω:
1) быть благочестивым, окружать благоговейным почитанием (θεούς Aesch.): εὐ. περὶ θεούς Plat. и πρὸς θεούς Anth., тж. εὐ. τὰ πρὸς θεούς Soph., Isocr. и τὰ περὶ θεούς Isocr. чтить богов, быть набожным;
2) чтить, уважать (εἴς τινα Soph., Eur. и περί τινα Eur.; τι NT).