Κένταυρος
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
English (LSJ)
ὁ (in Luc.Zeux.4 also ἡ), Centaur: I in Ep., a savage race, dwelling between Pelion and Ossa, Il.11.832, Od.21.295 sq. (opp. ἄνδρες, ib.303), Hes.Sc.184, h.Merc.224 (perh. in signf. 11), Batr.171: hence, brigands, Hsch. II later, monsters of double shape, half-man and half-horse, Pi.P.2.44, etc., cf. Arist. Insomn.461b20, D.S.4.69: prov., οὐ παρὰ Κενταύροισι 'we don't live in fairyland', Telecl.45. III the constellation Centaurus, Eudox. ap.Hipparch.1.2.20. IV = παιδεραστής, from the brutal sensuality ascribed to the Centaurs, Hsch. 2 the pudenda, Theopomp.Com.89.
Greek (Liddell-Scott)
Κένταυρος: ὁ, (ἐν Λουκ. Ζεύξιδι 4, ὡσαύτως, ἡ). Ι. παρ’ Ὁμ. οἱ Κένταυροι εἶναι φυλὴ ἀγρία κατοικοῦσα μεταξὺ Πηλίου καὶ Ὄσσης, ἐξολοθρευθεῖσα ἔν τινι πολέμῳ πρὸς τοὺς γείτονας Λαπίθας, Ἰλ. Λ. 832, Ὀδ. Φ. 295, κἑξ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 184, Διόδ. 4. 70· πρβλ. Φήρ. ΙΙ. παρὰ Πινδ. Π. 2. 82, κἑξ., καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς παρίστανται ὡς τέρατα διφυῆ, κατὰ τὸ ἥμισυ ἄνθρωποι καὶ κατὰ τὸ ἥμισυ ἵπποι· ὡσαύτως ἱπποκένταυρος, ὃ ἴδε· κοινῶς καλοῦνται υἱοὶ τοῦ Ἰξίονος καὶ τῆς Νεφέλης, Διόδ. 4. 69· (ἐντεῦθεν nubigenae, Οὐεργ. Αἰν. 7. 674)· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. φαίνεται ἀποδίδων τὴν πρὸς τὴν νεφέλην σχέσιν αὐτῶν εἰς τὴν φανταστικὴν αὐτῶν μορφήν, π. Ἐνυπνίων 3. 11· εὐφυέστατα ἑρμηνεύει ὁ Πλούτ. Διὰ τούτων τοὺς φιλοδόξους ἐν Ἄγ. 1. Ἡ μορφὴ φαίνεται οὖσα μυθικὴ παράστασις τῆς ἱππικῆς τέχνης. ΙΙΙ. = παιδεραστής, ἐκ τῆς κτηνώδους σαρκικῆς διαθέσεως ἥτις τοῖς Κενταύροις ἀπεδίδετο, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν καί, 2) τὰ αἰδοῖα, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 14. (Κοινῶς νομίζεται σύνθετον ἐκ τοῦ κεντέω, καὶ ταῦρος, ἐπειδὴ ἦσαν ἔφιπποι βουκόλοι, ἴδε Serv. Ουεργ. Γεωρ. 3. 115· ἀλλὰ τότε τὸ σύνθετον ἔδει νὰ ᾖ Ταυροκέντης· καὶ ἀξία προσοχῆς εἶναι ἡ εἰκασία τοῦ Grashof,- ὅτι τὸ -αυρος εἶναι κατάληξις ὡς ἐν τοῖς θησαυρός, λάσταυρος, ὥστε Κένταυρος θὰ ἐσήμαινεν ἁπλῶς τὸν κεντοῦντα, τὸν αἰχμητήν).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
1 οἱ Κένταυροι les Centaures, peuple de Thessalie;
2 postér. centaure, monstre moitié homme, moitié cheval;
3 pudenda Théop..
Étymologie: DELG étym. ignorée.
English (Autenrieth)
a Centaur, e. g. Eurytion, Od. 21.295. In Homer the Centaurs were a wild Thessalian tribe, Il. 1.268.
English (Slater)
Κένταυρος
a the Centaur Cheiron, son of Kronos. Μάγνητι Κενταύρῳ (P. 3.45) “Κενταύρου κοῦραι” (P. 4.103) Κένταυρος ζαμενής (P. 9.38) παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον (N. 3.48)
b a monster, son of Ixion, father of Centaurs. τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον (P. 2.44)
Greek Monotonic
Κένταυρος: ὁ (κεντέω), ο Κένταυρος·
I. οι Κένταυροι ήταν βάρβαρη θεσσαλική φυλή, μεταξύ του Πηλίου και της Όσσας, η οποίοια εξολοθρεύτηκε στον πόλεμο με τους γείτονές της τους Λαπίθες, σε Όμηρ.
II. στους μεταγεν. Ποιητές, είναι τέρατα με διπλή μορφή, μισοί άνθρωποι και μισοί άλογα, σε Πίνδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Κένταυρος: ὁ, редко ἡ sing. к Κένταυροι.