σκηνοποιός

From LSJ
Revision as of 12:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνοποιός Medium diacritics: σκηνοποιός Low diacritics: σκηνοποιός Capitals: ΣΚΗΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: skēnopoiós Transliteration B: skēnopoios Transliteration C: skinopoios Beta Code: skhnopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A tentmaker, Act.Ap.18.3.    II maker of stage-properties, Com.Adesp.98.    III (σκῆνος 11) making bodies, Herm. ap. Stob.1.49.69.

German (Pape)

[Seite 895] Zelte, Hütten, Lauben machend; com. bei Poll. 7, 189; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων σκηνάς, φύσις Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084· - ὡς ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὴν σκηνοποιίαν, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 3. ΙΙ. ὁ κατασκευάζων πράγματα ἀνήκοντα εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ θεάτρου, Κωμικ. Ἀνώνυμ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. adj. qui construit des tentes, des abris, des couvertures en parl. de la nature;
II. subst. 1 constructeur de tentes;
2 machiniste, mécanicien.
Étymologie: σκηνή, ποιέω.

English (Strong)

from σκηνή and ποιέω; a manufacturer of tents: tent-maker.

English (Thayer)

σκηνοποιου, ὁ (σκηνή and ποιέω), a tent-real'cf, equivalent to σκηνορραφος (Aelian v. h. 2,1); one that made small portable tents, of leather or cloth of goats' hair (Latin cilicium) or linen, for the use of travellers: Schmidt in Herzog edition 2vol. xi., p. 359f).

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ
κατασκευαστής σκηνών, άτομο που έχει ως επάγγελμά του την κατασκευή σκηνών
αρχ.
1. κατασκευαστής πραγμάτων που ανήκουν στη σκηνή θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -ποιός].
(II)
ὁ, Α
κατασκευαστής σκήνους, δημιουργός σώματος ως κατοικίας της ψυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆνος «σώμα» + -ποιός].

Greek Monotonic

σκηνοποιός: -ὸν (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει σκηνές· ως ουσ., αυτός που έχει ως επάγγελμα την κατασκευή σκηνών, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σκηνοποιός: ὁ палаточный мастер NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηνοποιός -ου, ὁ [σκηνή, ποιέω] tentenmaker. NT Act. Ap. 18.3.