λιβανωτός

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβᾰνωτός Medium diacritics: λιβανωτός Low diacritics: λιβανωτός Capitals: ΛΙΒΑΝΩΤΟΣ
Transliteration A: libanōtós Transliteration B: libanōtos Transliteration C: livanotos Beta Code: libanwto/s

English (LSJ)

ὁ, also ἡ Men.Sam.Fr.1:—

   A frankincense, the gum of the tree λίβανος, used to burn at sacrifices, Xenoph.1.7, Hdt.1.183, 2.40, 86, Ar.Nu.426, V.96, Ra.871, Thphr.HP4.4.14, etc.; λ. ὑπὲρ αὐτῶν ἐπιτιθέναι Antipho 1.18: called, when in small pieces, χόνδρος λιβανωτοῦ Luc.Sat.16; when pounded, μάννα λιβανωτοῦ Gp.6.6.1; cf. λιβανομάννα: the best kind was λ. ἄρρην Dsc.1.68, Alciphr. 2.4.    2 = λίβανος 1, Thphr.HP9.1.6.    II the frankincensemarket, Eup.304, Chamael. ap. Ath.9.374b.    III = λιβανωτρίς, Apoc.8.3, 5.

German (Pape)

[Seite 42] ὁ, auch ἡ, vgl. Lob. zu Phryn. p. 187, Weihrauch, das Harz des Baumes λίβανος, das als Räucherwerk beim Opfer gebraucht wurde, Her. 2, 86. 4, 107. 6, 97; λιβανωτὸν δεῦρό τις καὶ πῦρ δότω, ὅπως ἂν εὔξωμαι, Ar. Ran. 871; λιβανωτὸν ἐπιτιθέναι ὑπὲρ ἑαυτῶν, Antiph. 1, 18; Plat. Legg. VIII, 847 b; Theophr. u. A.; – χόνδρος λιβανωτοῦ heißt er, wenn er in kleinen Stücken ist, μάννα λιβανωτοῦ ganz zerrieben. – Auch der Ort, wo Weihrauch verkauft wird, Eupol. bei Poll. 9, 47; vgl. Chamaeleon bei Ath. IX, 374 b. – Im N. T. Rauchfaß.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβᾰνωτός: -οῦ, ὁ, καὶ ἡ, Μένανδρος ἐν «Σαμίᾳ» 1 παρὰ Φρυνίχ. 187· ― ἡ ῥητινώδης οὐσία ἡ ἐκρέουσα ἐκ τοῦ δένδρου λιβάνου, «λιβάνι», θυμίαμα ἐν χρήσει πρὸς καῦσιν κατὰ τὰς θυσίας, Ξενοφάν. 1. 7 Bgk., Ἡρόδ. 1. 183., 2. 40, 86, Ἀριστοφ. Νεφ. 426, Σφ. 96, Βάτρ. 871, κτλ.· λ. ἐπιτιθέναι ὑπὲρ αὑτῶν Ἀντιφῶν 113. 24· ― καλεῖται δέ, ὅταν ἀποτελῆται ἐκ μικρῶν τεμαχίων, χόνδρος λιβανωτοῦ, Λατιν. gruma ἢ grana thuris, Λουκ. Κρονοσόλων 16· τετριμμένον δὲ εἰς κόνιν, μάννα λιβανωτοῦ, Λατ. mica thuris, πρβλ. λιβανομάννα, Γεωπ. 6. 6, 1· ― τὸ ἄριστον εἶδος ἦτο ὁ λ. ἄρρην, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου mascula thura, Ἀλκίφρων 2, 4, 16. ΙΙ. ἡ αγορὰ ἔνθα ἐπωλεῖτο λιβανωτός, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5, πρβλ. Χαμαιλέοντα παρ’ Ἀθην. 374Β. ΙΙΙ. = λιβανωτρίς, Ἀποκάλ. η΄, 3 καὶ 5. (Ἴδε ἐν λ. κιννάμωμον)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
encens : χόνδρος λιβανωτοῦ LUC pain d’encens.
Étymologie: λίβανος.

English (Slater)

λῐβᾰνωτός
   1 frankincense κατὰ χρυσόκερω λιβανωτοῦ (sc. εὔχεσθαι: cf. Σ, Aristid., 2. 91K, ὁ Πίνδαρος διασύρων τινὰ ὡς ἄγαν τρυφῶντα τοῦτο εἶπεν, ἐντεῦθεν δεικνὺς αὐτὸν ὅτι καὶ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς θεοὺς εὐχαῖς βλακείᾳ ἐχρῆτο) fr. 329.

Spanish

incienso, incensario

English (Strong)

from λίβανος; frankincense, i.e. (by extension) a censer for burning it: censer.

English (Thayer)

λιβανωτοῦ, ὁ (λίβανος);
1. in secular authors, frankincense, the gum exuding ἐκ τοῦ λιβάνου, (Herodotus, Menander, Euripides, Plato, Diodorus, Herodian, others).
2. a censer (which in secular authors is ἡ λιβανωτις (or rather λιβανωτρις, cf. Lob. ad Phryn., p. 255)): Revelation 8:3,5.

Greek Monolingual

ο, και λιβανωτό, το (AM λιβανωτός, ὁ, Α και λιβανωτός, ἡ)
η ρητινώδης αρωματική ουσία που εκκρίνεται από το δένδρο λίβανος, το λιβάνι («οὐδ' ἂν θύσαιμ'...οὐδ' ἐπιθείην λιβανωτόν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
φρ. «καὶω λιβανωτό σε κάποιον» — κολακεύω κάποιον, λιβανίζω
μσν.
φρ. «μάννα λιβανωτοῡ» — λιβάνι τριμμένο σε σκόνη, λιβανομάννα
αρχ.
1. το δένδρο λίβανος, που παράγει το λιβάνι
2. τόπος όπου πωλούνταν το λιβάνι
3. θυμιατήρι, λιβανιστήρι («ἄγγελος ἦλθε καὶ ἐστάθη ἐπὶ τοῡ θυσιαστηρίου ἔχων λιβανωτὸν χρυσοῡν», ΚΔ)
4. φρ. α) «χόνδροι λιβανωτοῡ» — μικρά κομμάτια λιβανιού
β) «λιβανωτὸς ἄρρην» — το καλύτερο είδος λιβανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος. Κατ' άλλους, η λ. έχει φοινικ. προέλευση (β. λ. λίβανος)].

Greek Monotonic

λῐβᾰνωτός: -οῦ, ὁ,
I. λιβάνι, θυμίαμα, ρητινώδης ουσία που εκρέει το δέντρο λίβανος, σε Ηρόδ., Αριστοφ., κ.λπ.
II. θυμιατό, λιβανιστήρι, Λατ. thuribulum, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

λῐβᾱνωτός:
1) ладан Her., Arph., Plat. etc.;
2) кадильница (λ. χρυσοῦς NT).

Middle Liddell

λῐβᾰνωτός, οῦ,
I. frankincense, the gum of the tree λίβανος, Hdt., Ar., etc.
II. a censer, Lat. thuribulum, NTest.