ἀζήμιος

From LSJ
Revision as of 12:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀζήμιος Medium diacritics: ἀζήμιος Low diacritics: αζήμιος Capitals: ΑΖΗΜΙΟΣ
Transliteration A: azḗmios Transliteration B: azēmios Transliteration C: azimios Beta Code: a)zh/mios

English (LSJ)

ον,

   A free from further payment, Hdt.6.92.    2 without loss, scot-free, ἄπιθι ἀ. Id.1.212; ἀβλαβῆ παρεχέτω καὶ ἀζήμιον Pl.Lg. 865c; unpunished, E.Med. 1050, Ar.Ra.408, Antipho 3.3.10, etc.; ὑπὸ θεῶν Pl.R.366a; not liable to penalty, ναῦς IG1.40; not deserving punishment, S.El.1102, etc.: c.gen., ἀσεβημάτων ἀ. Plb.2.60.5. Adv. -ίως with impunity, Philem.94.5: also, without fraud, honestly, J.AJ 15.4.4; ἐκδικεῖν Cod.Just.1.2.17.    II Act., harmless, of sour looks, Th.2.37; οὐκ ἀ. J.AJ15.5.1, cf. Ph.1.428, 2.246.

Greek (Liddell-Scott)

ἀζήμιος: -ον, ἀπηλλαγμένος περαιτέρω ζημίας, τιμωρίας χρηματικῆς, Ἡρόδ. 6. 92. 2) ἄνευ ζημίας, χωρὶς νὰ ὑποστῇ βλάβην, Λατ. immunisϏ ἄπιθι ἀζ., ὁ αὐτ. 1. 212. - ἐν νομικῇ χρήσει, ἀβλαβῆ καὶ ἀζήμιον παρεχέτω, Πλάτ. Νόμ. 865CϏ ἀτιμώρητος, Εὐρ. Μήδ. 1050, Ἀριστοφ. Βάτρ. 407, Ἀντιφῶν 123. 37, κτλ. - ὑπό τινος. Πλάτ. Πολ. 366Α˙ ὁ μὴ ἄξιος τιμωρίας, Σοφ. Ἠλ. 1102˙ μ. γεν. ἀσεβημάτων ἀζ., Πολύβ. 2. 60. 5. - Ἐπίρρ. -ίως, = ἀτιμωρήτως, Φιλήμ. Ἄδηλ. 10˙ ὡσαύτως ἄνευ ἀπάτης, = τιμίως, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 15. 4, 4. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἰσοδυναμῶν πρὸς τιμωρίαν, ἀβλαβής, ἐπὶ αὐστηρᾶς προσβλέψεως, Θουκ. 2. 37. οὐκ ἀζ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 5, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qui ne souffre aucun dommage;
2 impuni;
3 qui ne mérite aucune peine;
4 quitte d’une amende;
II. qui n’entraîne aucun dommage matériel.
Étymologie: ἀ, ζημία.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀζε̄́μιος IG 13.61.40 (V a.C.); lesb., arc., délf. ἀζᾱ́μιος SEG 34.849.18 (Mitilene V a.C.), IPArk.24.12 (Alifera III a.C.), SEG 36.502.13 (Delfos II a.C.); délf. ἀσᾱ́μιος FD 1.342.2; cret., beoc. ἀδᾱ́μιος ICr.4.146.2 (Gortina IV a.C.), FD 2.121.9 (II a.C.)

• Grafía: el., cret. graf. ἀττάμιος Schwyzer 424.7 (IV a.C.), ICr.4.183.15 (Gortina II a.C.)

• Morfología: [arc. ac. plu. ἀζᾱμίος IPArk.l.c.]
I 1no castigado, impune ἄπιθι ἐκ τῆσδε τῆς χώρης ἀ. Hdt.1.212, ἀζήμιοι ὑπὸ θεῶν ἐσόμεθα Pl.R.366a, cf. E.Med.1050, Ar.Pl.272, X.Mem.3.9.13, neutr. plu. como adv. ἀζήμια ἄγειν καὶ φέρειν Aen.Tact.10.3
no multado, libre de pago, libre ἑκατὸν τάλαντα ἐκτείσαντες ἀζήμιοι εἶναι que pagando cien talentos quedarían libres Hdt.6.92, ἀζε̄́μιος δὲ ἔστο καὶ ε̄̀ ναῦς ε̄̀ ἐχσάγοσα y no sea multada la nave que lo exporte, IG l.c., ἀ ... πόλις ἀναίτιος καὶ ἀζάμιος [ἔσ] τω SEG 34.849.18 (Mitilene V a.C.), cf. IPArk.l.c., SEG 36.502.13 (Delfos II a.C.), FD ll.cc., ICr.ll.cc., Schwyzer l.c., συμμαχία D.C.56.41.4
no dañado, indemnizado, sin pérdidas ἀβλαβῆ παρεχέτω καὶ ἀζήμιον Pl.Lg.865c, cf. PLond.932.9 (III d.C.)
subst. τὸ ἀ. indemnización, reparación, Cod.Iust.1.3.55.4, 2.2.4.2, PCair.Isidor.78.8 (IV d.C.), SB 9763.43 (V d.C.).
2 que no sufre daño ἡ φύσις ἀζήμιος βιασθεῖσα la naturaleza siendo constreñida sin sufrir daño Hp.de Arte 12, cf. I.AI 15.120.
II no merecedor de reproche ὁ φράσας ἀ. S.El.1102, c. gen. αὐτὸν τῶν ἐκ τῆς τυραννίδος ἀσεβημάτων ἀζήμιον ἐποίησαν lo absolvieron de las fechorías de la tiranía Plb.2.60.5.
III 1que no es un castigo οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δέ (miradas) que, aunque no sean un castigo, son molestas Th.2.37.
2 que no causa daño ἀζήμια γὰρ καὶ ἀπήμονα τὰ θεῖα Ph.1.428, cf. 2.246.
IV adv. -ίως
1 impunemente κρατεῖν Philem.97.5.
2 sin fraude διδόναι I.AI 15.107.

Greek Monotonic

ἀζήμιος: -ον (ζημία),
I. απαλλαγμένος από περαιτέρω χρηματική τιμωρία, ο άνευ ζημίας, ατιμώρητος, Λατ. immunis, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αβλαβής, ατιμώρητος, αυτός που δεν αξίζει τιμωρία, σε Σοφ., Ευρ.
II. Ενεργ., ανεβλαβής, μη βλαπτικός, λέγεται για αυστηρή ματιά, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀζήμιος: 1) свободный от (дальнейшего) наказания: ἑκατὸν τάλαντα ἐκτίσαντες, ἀζήμιοι εἶναι Her. уплатив сто талантов, искупить (этим) свою вину; ἀζήμιόν τινα ἀφιέναι Lys. или μεθιέναι Eur. отпустить кого-л. без наказания; ἀζήμιόν τινος ποιῆσαί τινα Polyb. освободить кого-л. от наказания за что-л.;
2) не заслуживающий наказания, невиновный, невинный: ὁ φράσας ἀ. Soph. сказавший (это) прав; ἀ. ὑπό τινος Plat. невиновный перед кем-л.;
3) не потерпевший ущерба: ἀβλαβῆ καὶ ἀζήμιον παρέχειν τινά Plat. возместить ущерб кому-л.;
4) не причиняющий ущерба, безвредный: ἀζήμιοι μὲν, λυπηραὶ δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνες Thuc. неприятности безвредные, хотя на первый взгляд и тягостные.

Middle Liddell

ζημία
I. free from further payment: without loss, scot-free, Lat. immunis, Hdt., etc.:—unpunished, not deserving punishment, Soph., Eur.
II. act. harmless, of sour looks, Thuc.