σκίμπτομαι
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
= σκήπτω,
A press forward, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Pi.P.4.224; cf. <
Greek (Liddell-Scott)
σκίμπτομαι: σκήπτομαι, ἐμπήγομαι, καρφώνομαι, μεθαρμόζομαι, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Πινδ. Π. 4. 399, ἴδε Böckh διάφορ. γραφ. εἰς Ο. 6. 101 (171). ΙΙ. Παθ., ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ, πέσῃ ἐπὶ τῆς φλεβός, «ἐγγίσῃ, προσπελασθῇ» (Ἡσύχ.), Ἱππ. 455. 26. ― Ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ ἐνεργ. «σκίμπτει· χαλεπαίνει. ἐρείδεται. ἐπιπίπτει», καὶ «σκίμψαι· ἐμπαγῆναι. ἐμπελασθῆναι».
French (Bailly abrégé)
c. σκήπτω.
Étymologie: cf. σκίπων.
English (Slater)
σκίμπτομαι
1 set fast, place firmly ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας (P. 4.224)
Greek Monolingual
Α
1. μπήγομαι, καρφώνομαι
2. ωθώ προς τα εμπρός
3. πέφτω κοντά ή πάνω σε κάτι («ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ», Ιπποκρ.)
4. μτφ. καυχιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων και την οικογένεια του σκήπτω. Κατ' άλλους, το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τα σκήπτω και χρίμπτω «πλησιάζω, εγγίζω», υπόθεση που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
Greek Monotonic
σκίμπτομαι: = σκήπτομαι, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, προφασίζομαι, επικαλούμαι, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
σκίμπτομαι: упирать, нажимать (ἄροτρον Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκίμπτομαι [~ σκίπων?] stevig neerzetten. Pind.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to throw, to sling, to throw oneself down, to fall down, to uphold (oneself) (Call. POxy. 2080, 49 [σ]κιμπ[τόμενο]ν H., also act. σκίμπτει); κίμψαντες ἐρείσαντες, στηρίξαντες H. Details in Solmsen Wortforsch. 206f.; s. also Bechtel Dial.3, 331 (partly diff.).
Other forms: Aor. σκίμψασθαι (Pi.), pass. σκιμφθῆναι (Hp.), perf. pass. ἀπ-εσκίμφθαι (Pi.), mostly with ἐν(ι)- : ἐν(ι)-σκίμψαι (P 437, Pi., A. R., Nic.), -σκιμφθῆναι (Π 612 = Ρ 528).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Ep. poet. verb, reminding on the one hand of σκήπτω (-ομαι), on the other of χρίμπτω (-ομαι); cf. Nic. Th. 336 ἐνι-σκίμψῃ with vv. ll. -χρίμψῃ and -σκήψῃ), perh. arisen from cross of both (vgl. Güntert Reimwortbildungen 29). Usually connceted with σκίπων (s. v.).
Middle Liddell
σκίμπτομαι, = σκήπτομαι]
to allege, Pind.