πτελέα

From LSJ
Revision as of 13:14, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτελέα Medium diacritics: πτελέα Low diacritics: πτελέα Capitals: ΠΤΕΛΕΑ
Transliteration A: pteléa Transliteration B: ptelea Transliteration C: ptelea Beta Code: ptele/a

English (LSJ)

Ion. πτελέ-η, ἡ,

   A elm, Ulmus glabra, Il.6.419, 21.242,350, Hes.Op.435, Ar.Nu.1008, Thphr.HP3.14.1, Dsc.1.84, etc.    II v. foreg.

German (Pape)

[Seite 807] ἡ, ion. πτελέη, die Ulme, Rüster; Il. 6, 419. 21, 242. 350; Hes. O. 437; Ar. Nubb. 995; sp. D., wie Trall. 3 (VI, 170), wie an der erst angeführten Stelle der Il. ein Grabbaum: Antiphil. 37 (VII, 141); u. in Prosa, Luc. D. Mar. 11, 2. – S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

πτελέα: Ἰων. -έη, ἡ, Λατ. ulmus campestris, ἔτι καὶ νῦν καλουμένη «φτεληά» ἐν Ἑλλάδι (Τουρκιστὶ καρὰ ἀγάτς, δηλ. μαῦρον δένδρον), Ἰλ. Ζ. 419, Φ. 242, 350, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433, Ἀριστοφάν. Νεφ. 1008, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ´, σ. 570.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
orme, arbre.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek Monolingual

(I)
η, ΝΑ, και πτελιά Ν, και ιων. τ. πτελέη και πελέα Α
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ρουτίδες, γνωστό σήμερα ως φτελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. 'Ονομα φυτού με επίθημα -έα (πιθ. < -εFᾱ, πρβλ. μυκην. pterewa / peterewa) που συνδέεται πιθ. με τη λ. πτέλας «κάπρος», ίσως επειδή ο κάπρος ζει μέσα στις φτελιές. Ο αρμ. τ. t'eli «φτελιά» πρέπει να θεωρηθεί δάνειο από την Ελληνική. Η εναλλαγή, τέλος, τών πτ- καί π- στην αρχή της λ. δεν σημαίνει ότι η λ. πρέπει να αναχθεί αναγκαστικά στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα, αλλά μάλλον ότι το αρκτικό πτ- του τ. οφείλεται σε διαφορετική προφορά του π- υπό την επίδραση φωνήματος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (πρβλ. και πόλεμος / πτόλεμος, πόλις / πτόλις). Οι νεοελλ. τ. πτελιά / φτελιά έχουν σχηματιστεί από τον τ. πτελέα με συνίζηση (πρβλ. ιτέα: ιτιά, μηλέα: μηλιά), βλ. και λ. φτελιά].
(II)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «σῡς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πτέλας.

Greek Monotonic

πτελέα: Ιων. -έη, ἡ, φτελιά, Λατ. ulmus, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πτελέα: ион. πτελέη ἡ вяз (Ulmus campestris) Hom., Hes., Arph., Arst. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτελέα -ας, ἡ olm (boom).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: elm tree (Il.).
Other forms: Ion.- έη, Epid. πελέα
Dialectal forms: Myc. \/pterewa\/.
Derivatives: πτελέ-ινος of elm (Att. a. Del. inscr., Thphr.), -ών, -ῶνος m. elm-grove (Gloss.). Πτελεός m. town in Thessaly etc. (Β 697 a.o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as μηλέα, ἰτέα a. other tree-names; the formally inviting connection with πτέλας boar can perh. be semant. argued, s. Strömberg Pfl.namen 140 (cf. NHG Eberesche; the boar lives also in elm-woods). Lat. pōpulus poplar deviates stongly formally and in meeaning; phonetically quite closer is tilia lime-tree; on this as well as on other tree-names, which have been adduced in the rather inconclusive discussion, s. Bq s.v., WP. 2, 84f., W.-Hofmann s. 2. pōpulus and tilia; further Merlingen Μνήμης χάριν 2, 56. On the anlautvariation πτ- : π- s. the lit. on πόλεμος, πόλις. -- From πτελέα prob. Arm. t`eɫi elm (for old consanguinity lastly Solta Sprache 3,227 w. n. 11); from Lat. tilia τιλίαι αἴγειροι H. -- Furnée 226 assumes that it is a variant of μελὶη ash and concludes that the word is Pre-Greek.

Middle Liddell

!πτελέα, ιονιξ -έη, ἡ,
the elm, Lat. ulmus, Il.