περιπληθής

From LSJ
Revision as of 14:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπληθής Medium diacritics: περιπληθής Low diacritics: περιπληθής Capitals: ΠΕΡΙΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: periplēthḗs Transliteration B: periplēthēs Transliteration C: periplithis Beta Code: periplhqh/s

English (LSJ)

ές,

   A very full of people, νῆσος Od.15.405 ; of a speech, full of matter, Plu.Cat.Mi.5.    2 very full or large, σάρξ Id.Mar.34, cf. Luc.Anach.25: Comp. -έστερος Id.VH2.40.    II very full of a thing, c. gen., καρπῶν Ph.2.494 (Sup.); σπέρματος Dsc.3.23 : c. dat., Opp.H.1.796, al.

German (Pape)

[Seite 588] ές, sehr voll, bes. sehr menschenreich, νῆσος Od. 15, 405, u. Sp., wie Luc. gymn. 25, sehr weit.

Greek (Liddell-Scott)

περιπληθής: -ές, ὁ παντάπασι πλήρης ἀνθρώπων, νῆσος Ὀδ. Ο. 405· ἐπὶ λόγου, πλήρης ὕλης ἢ οὐσίας, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 5. 2) λίαν μέγας, ὑπερμεγέθης, Λουκ. Ἀνάχ. 25, Πλουτ. Μάρ. 34· συγκρ. -έστερος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40. ΙΙ. πλήρης πράγματός τινος, μετὰ γεν., Φίλων 2. 494 ἐν τῷ ὑπερθ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. très plein, rempli de ; abs. plein de matière, substantiel (discours);
II. p. suite
1 populeux;
2 grand, gros.
Étymologie: περί, πλῆθος.

English (Autenrieth)

ές: very full, populous, Od. 15.405†.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. ο υπέρμετρα γεμάτος από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ' ἀγαθή», Ομ. Οδ.)
2. γεμάτος, πλήρης από κάτι («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.)
3. (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό περιεχόμενο
4. αυτός που είναι πολύ πλατύς, υπερμεγέθης («εἰς σάρκα περιπληθῆ καὶ βαρείαν ἐνδεδωκώς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πληθής (< πλῆθος) πρβλ. παμ-πληθής].

Greek Monotonic

περιπληθής: -ές (πλῆθος),·
1. γεμάτος με ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.
2. πολύ μεγάλος, σε Πλούτ.· συγκρ. -έστερος, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπληθής -ές [περί, πλῆθος] met veel volk:; οὔ τι περιπληθὴς λίην niet erg dichtbevolkt Od. 15.405; overvloedig, vet:. σάρξ vlees Plut. Mar. 34.6.

Russian (Dvoretsky)

περιπληθής: (compar. περιπληθέστερος)
1) сплошь населенный, весьма многолюдный (νῆσος Hom.);
2) полный, крупный, толстый (σάρξ Plut.): π. ἐς βάρος Luc. грузный;
3) содержательный (λόγος Plut.).

Middle Liddell

περι-πληθής, ές πλῆθος
1. very full of people, Od.
2. very large, Plut.; comp. -έστερος, Luc.