μηχανοποιός

From LSJ
Revision as of 15:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνοποιός Medium diacritics: μηχανοποιός Low diacritics: μηχανοποιός Capitals: ΜΗΧΑΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: mēchanopoiós Transliteration B: mēchanopoios Transliteration C: michanopoios Beta Code: mhxanopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of engines or machines, engineer, Pl.Grg.512b, X.Cyr.6.1.22, Ostr.Bodl. i 304 (ii B. C.), Sallust.8.    2 machinist of the theatre, Ar.Pax 174, Fr. 188.    3 metaph., μ. τῆς ὅλης ὑποθέσεως Jul.Or.2.59b.    II Adj. μ. πλῆθος multitude of siege-engines, Memn.37.

German (Pape)

[Seite 181] Maschinen verfertigend; Ar. Pax 174; Plat. Gorg. 512 b; Xen. Cyr. 6, 1, 22 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων μηχανὰς πολεμικάς, Πλάτ. Γοργ. 512Β, ξεν. Κύρ. 1, 22 κτλ.· ὁ μηχανικὸς τοῦ θεάτρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 174, πρβλ. Ἀποσπ. 234.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui fabrique des machines de guerre, ingénieur.
Étymologie: μηχανή, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α μηχανοποιός)
νεοελλ.
αυτός που κατασκευάζει μηχανές, ο μηχανουργός
αρχ.
1. αυτός που κατασκευάζει πολεμικές μηχανές
2. ο μηχανικός του θεάτρου
3. μτφ. δράστης ή αίτιος μιας κατάστασης από δική του επίνοια και ενέργεια
4. φρ. «μηχανοποιὸν πλῆθος» — πλήθος πολιορκητικών μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -ποιός].

Greek Monotonic

μηχᾰνοποιός: ὁ (ποιέω), μηχανικός, κατασκευαστής πολεμικών μηχανών, σε Πλάτ., Ξεν.· μηχανικός θεάτρου (χειριστής θεατρικών μηχανημάτων), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνοποιός:
1) механик, инженер Plat., Xen., Plut.;
2) (театральный) машинист Arph.

Middle Liddell

μηχᾰνο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
an engineer, maker of war-engines, Plat., Xen.: a theatrical machinist, Ar.