ἀνακαγχάζω

From LSJ
Revision as of 15:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακαγχάζω Medium diacritics: ἀνακαγχάζω Low diacritics: ανακαγχάζω Capitals: ΑΝΑΚΑΓΧΑΖΩ
Transliteration A: anakancházō Transliteration B: anakanchazō Transliteration C: anakagchazo Beta Code: a)nakagxa/zw

English (LSJ)

   A burst out laughing, Hp.Ep.17; μέγα πάνυ ἀνακαγχάσας Pl.Euthd.300d; ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον R.337a.

German (Pape)

[Seite 190] laut auflachen, μέγα Plat. Euthyd. 300 d; ἀνεκάγχασε σαρδόνιον Rep. I, 337 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαγχάζω: (ἴδε καγχάζω), γελῶ μετὰ καγχασμοῦ, μέγα πάνυ ἀνακαγχάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300D· ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον Πολ. 337Α.

French (Bailly abrégé)

éclater de rire.
Étymologie: ἀνά, καγχάζω.

Spanish (DGE)

echarse a reír ὅς ἀκούσας ἀνεκάγχασέ τε μάλα σαρδάνιον Pl.R.337a, μέγα πάνυ ἀνακαγχάσας Pl.Euthd.300d, cf. Hp.Ep.17 (p.356), Plu.Ant.20, Aristo Phil.14.8, Luc.Asin.6, Phld.Vit.41.26, D.C.57.24.8.

Greek Monolingual

ἀνακαγχάζω)
καγχάζω δυνατά, ξεσπώ σε δυνατό γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + καγχάζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακαγχασμός].

Greek Monotonic

ἀνακαγχάζω: μέλ. -σω, ξεσπώ σε γέλιο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακαγχάζω: засмеяться, захохотать Plut.: ἀνεκάγχασε μάλα σαρδόνιον Plat. он очень язвительно засмеялся.

Middle Liddell

to burst out laughing, Plat.