ἐνάλιος

From LSJ
Revision as of 21:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνάλιος Medium diacritics: ἐνάλιος Low diacritics: ενάλιος Capitals: ΕΝΑΛΙΟΣ
Transliteration A: enálios Transliteration B: enalios Transliteration C: enalios Beta Code: e)na/lios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, and ος, ον E.Andr.855 (nisi leg. ἐνάλου), Plu. Luc.39: Ep. and Lyr. also εἰνάλιος, α, ον ος, ον E.Hel.526, lyr.): (ἅλς B):—

   A in, on, of the sea, κῆτος, κορῶναι, Od.4.443, 5.67, etc.; νομός Archil.74.8; εἰνάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺν σκευᾶς ἑτέρας while the rest of the tackle is at work fishing deep in the sea, Pi.P.2.79. cf. Theoc.21.39; ἐ. πόροι A.Pers.453; ἐ. θεός, of Poseidon, S.OC888 (troch.), 1493 (lyr.); ἐ. λεώς seamen, Id.Aj.565; πόντου εἰναλία φύσις, i.e. the fish, Id.Ant.345 (lyr.); of islands, ἐ. Εὐβοιὶς αἶα Id.Fr. 255; ἐ. Χθών, of Tyre, E.Ph.6.—Poet. word, used in later Prose, ἐ. νῆσοι Arist.Mu.392b19; δίαιται Plu.Luc.39; ὄργανα Porph.Antr.35.

German (Pape)

[Seite 826] α, ον, poet. εἰνάλιος, w. m. s., auch 2 Endgn, Eur. Andr. 855 Hel. 534; im Meere, πόροι, Meerfahrt, Aesch. Pers. 445; θεός, d. i. Poseidon, Soph. O. C. 892, wie Eur. Phoen. 1156; κόραι, Nereiden, Ar. Th. 325; ἐναλία θεός Eur. Andr. 253 I. A. 976; λεώς, Schiffsvolk, Ai. 562; δόρυ Pind. P. 4, 39; νῆσοι Arist. mund. 3; Αὐλίς, Φοίνισσα χθών, am Meere gelegen, Eur. I. A. 165 Phoen. 6; δίαιται ἐνάλιοι, Wohnungen auf dem Meere, Plut. Lucull. 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάλιος: ᾰ, α, ον, καὶ ος, ον Εὐρ. Ἀνδρ. 855, Ἑλ. 526˙ Ἐπ. καὶ Λυρ. ὡσαύτως: εἰνάλιος (ἅλς): - θαλάσσιος, Λατ. marinus, κῆτος, κορῶναι Ὀδ. Δ. 443, Ε. 67, κτλ.˙ νομὸς Ἀρχίλ. 69˙ ἅτε γὰρ εἰνάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας ἀβάπτιστός εἰμι, φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας, καθότι ὡς ὁ φελλὸς ἐπιπλέει ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ τῆς θαλάσσης, τῆς σαγήνης πονούσης ἐν τῷ βάθει πρὸς σύλληψιν ἰχθύων, οὕτω κἀγὼ ἀβάπτιστός εἰμι μένων ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ, Πινδ. Π. 2. 144, πρβλ. Θεόφρ. 21. 39Ϗ ἐν. πόροι Αἰσχύλ. Πέρσ. 453˙ ἐνάλιος θεός, ὁ Ποσειδῶν, Σοφ. Ο. Κ. 888, 1497, Εὐρ.˙ ἐνάλιος λεώς, ναῦται, Σοφ. Αἴ. 565˙ πόντου εἰναλία φύσις, οἱ ἰχθύες, ὁ αὐτ. Ἀντιγ. 346˙ ἐπὶ νήσων, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 239˙ ἐν. χθών, περὶ τῆς Τύρου, Εὐρ. Φοίν. 6: - ποιητικὴ λέξις ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἐν. νῆσοι Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 1˙ δίαιται Πλουτ. Λυκ. 39.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 qui est ou vit dans la mer;
2 qui vit sur mer;
3 qui concerne la mer ou les marins : ἐνάλιος θεός SOPH le dieu de la mer ou des marins (Poséidon).
Étymologie: ἐν, ἅλς¹.

English (Autenrieth)

see εἰνάλιος.

English (Slater)

ἐνάλιος v. ἐννάλιος.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): εἰν- Od.4.443, Thgn.576, Emp.B 72, Ar.Th.325, S.Ant.345, Call.Del.243, Theoc.21.39; ἐνν- Alc.44.7 (cj.), Pi.P.2.79, O.9.99; fem. -η Col.Memn.62.2 (imp.)

• Prosodia: [-ᾰ-]

• Morfología: [-ος, -ον E.Hel.526; Plu.Luc.39; dat. plu. masc. -οισι Theoc.l.c., fem. -αισι E.Tr.1095, Mosch.3.37]
marino, del mar de anim. κῆτος Od.l.c., κορῶναι Od.5.67, πόντου τ' εἰναλία φύσις de los peces, S.Ant.345, cf. Emp.l.c., Marc.Sid.1, φῶκαι Call.Del.243, λιμναῖαι ἢ εἰνάλιαι ὄρνιθες Arat.942, cf. D.P.Au.3.22, εἰνάλι' ὦ λαβύρινθε de una concha AP 6.224 (Theodorid.), θηρία Gal.10.128, cf. 15.754, Gr.Nyss.Res.251.25
de dioses νύμφα de Tetis, Alc.l.c., cf. Col.Memn.l.c., Ζεῦ τ' ἐνάλιε A.Fr.46a.10, Νηρέος εἰναλίου τε κόραι Ar.l.c., cf. AP 7.1 (Alc.Mess.), ἐ. θεός de Posidón, S.OC 888, cf. Orác. en ITralleis 1.7 (II d.C.)
de pers. λεώς S.Ai.565
de lugares νομός Archil.206.8, χοιράδες Thgn.l.c., cf. Vett.Val.103.17, πόροι A.Pers.453, ἐναλία Εὐβοιὶς αἶα S.Fr.255, Φοίνισσα ἐναλία χθών de Tiro, E.Ph.6, εἰνάλιαι πλάται del mar, E.Tr.1095, νῆσοι Arist.Mu.392b19, Call.Del.154, cf. Mosch.l.c.
de cosas τύμβος Pi.O.9.99, κώπη E.Hel.526, ὄργανα καὶ ἔργα Porph.Antr.35
de abstr. πόνος Pi.P.2.79, cf. Theoc.l.c., δίαιται Plu.l.c.

English (Strong)

from ἐν and ἅλς; in the sea, i.e. marine: thing in the sea.

English (Thayer)

ἐναλιον, or ἐνάλιος, ἐναλια, ἐναλιον (cf. Winer's Grammar, § 11,1)) ἅλς the sea), that which is in the sea, marine; plural τά ἐναλια marine animals, εἰνάλιος as old as Homer.)

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐνάλιος, -α, -ον και ἐνάλιος, -ον
Α επικ. και λυρικ. τ. εἰνάλιος, -α, -ον και -ος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ή ζει στη θάλασσα, θαλάσσιος, θαλασσινός
(α. «ἐναλίων πόρων», Αισχ.
β. «ἐνάλιος λεώς» — οι ναυτικοί, Σοφ.
γ. «Νηρέος εἰναλίοι τε κόραι» — οι Νηρηίδες
δ. «ενάλιος πλούτος»)
αρχ.
1. (για νησί) αυτός που περιβρέχεται από θάλασσαἐνάλιος Εύβαιίς αἶα», Σοφ.)
2. παραθαλάσσιος («Αὐλίδα ἐναλίαν», «Φοίνισσαν ἐναλίαν χθόνα», Ευριπ.).

Greek Monotonic

ἐνάλιος: [ᾰ], -α, -ον ή -ος, -ον, ποιητ. εἰνάλιος (ἅλς),· αυτός που βρίσκεται μέσα ή πάνω από τη θάλασσα, ο θαλάσσιος, Λατ. marinus, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν. λεώς, οι ναύτες, σε Σοφ.· πόντου εἰναλία φύσις, δηλ. τα ψάρια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνάλιος: эп.-дор. εἰνάλιος 3 и 2 (ᾰ)
1) морской (κορῶναι Hom.; ἄκατος Pind.; πόροι Aesch.; θεός Soph., Eur.; νῆσοι, ζῷα Arst.): εἰνάλιοι πόνοι Pind., Theocr. труды рыбаков; ἐ. λεώς Soph. мореплаватели, моряки; πόντου ἐναλία φύσις Soph. и τὸ τῶν ἐναλίων γένος Plut. = ἰχθύες;
2) приморский (χθών Eur.; δίαιται Plut.).

Middle Liddell

ἐν-ά˘λιος, η, ον adj adj [ἅλς]
in, on, of the sea, Lat. marinus, Od., Aesch., etc.; ἐν. λεώς sea men, Soph.; πόντου εἰναλία φύσις, i. e. fish, Soph.