ἐπιβρέμω
δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice
English (LSJ)
A make to roar, τὸ δ' (sc. πῦρ) ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο Il.17.739:—Med., roar, χείλεσιν δεινὸν ἐ. χελιδών (comicé) Ar.Ra.680 (lyr.), cf.Opp.C.4.171. II. roar out, [ἐπ'] εὐάσμασι τοιάδ' ἐπιβρέμει E.Ba.151: abs., ring, οὔασιν ἠχή Musae.193; στεροπῇσιν Q.S.14.458.
German (Pape)
[Seite 930] anbrausen, τὸ (πῦρ) ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο, die Gewalt des Sturmes sacht das Feuer brausend an, Il. 17, 739; ἅμα δ' ἐπ' εὐάσμασιν ἐπιβρέμει τάδε Eur. Bacch. 151, mit Brausen ertönen lassen. – Intrans. bei sp. D., Mus. 193 ἐπιβρέμει οὔασιν ἠχή, tönt in die Ohren. – Das med. hat Ar. Ran. 680, ἐφ' οὗ δὴ χείλεσιν ἀμφιλάλοις δεινὸν ἐπιβρέμεται – χελιδών, auf dessen Lippen lärmt; ἐπιβρέμεται δ' ὃλος αἰθήρ Opp. Cyn. 4. 171.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβρέμω: ποιῶ τι βρέμειν, ἠχεῖν, παταγεῖν, τὸ δ’ (δηλ. τὸ πῦρ) ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο Ἰλ. Ρ. 739.- Μέσ., χείλεσιν ἀμφιλάλοις δεινὸν ἐπιβρέμεται Θρῃκία χελιδῶν, ἐκπέμπει ἀγρίας φωνάς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 680, πρβλ. Ὀππ. Κ. 4. 171. ΙΙ. ἐπιβοῶ μετὰ φωνῆς βροντώδους, ἅμα δ’ ἐπ’ εὐάσμασιν ἐπιβρέμει τοιάδ’ Εὐρ. Βάκχ. 151:- ἀπολ., ἐξ ἁλὸς ἠνεμόφωνος ἐπιβρέμει οὔασιν ἠχὼ Μουσαῖος 193· οἶον ὅτε στεροπῇσιν ἐπιβρέμει ἄσπετος αἰθὴρ Κόϊντ. Σμ. 14. 458.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐπέβρεμον;
faire mugir ou gronder, acc..
Étymologie: ἐπί, βρέμω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐπιβρέμω (Α)
1. κάνω κάτι να ηχεί («τὸ δ' [τὸ πῡρ] ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο», Ομ. Ιλ.)
2. αντηχώ, βουίζω
3. κραυγάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρέμω «ηχώ»].
Greek Monotonic
ἐπιβρέμω:I. κάνω κάτι να ηχεί, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., βρυχώμαι, κραυγάζω, σε Αριστοφ.
II. με σύστ. αιτ., λέω κάτι ουρλιάζοντας, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβρέμω: 1) заставлять гудеть (τὸ πῦρ - acc. - ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο Hom.);
2) med. стрекотать, щебетать (χείλεσιν ἀμφιλάλοις ἐπιβρέμεται χελιδών Arph.);
3) восклицать (ἐπ᾽ εὐάσμασί τι Eur.).
Middle Liddell
I. to make to roar, Il.:—Mid. to roar, Ar.
II. c. acc. cogn. to roar out, Eur.