ὀλοόφρων

From LSJ
Revision as of 04:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοόφρων Medium diacritics: ὀλοόφρων Low diacritics: ολοόφρων Capitals: ΟΛΟΟΦΡΩΝ
Transliteration A: oloóphrōn Transliteration B: oloophrōn Transliteration C: oloofron Beta Code: o)loo/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (ὀλοός, φρήν)

   A meaning mischief, baleful (so always in Il.), ὕδρος 2.723 ; λέων 15.630 ; σῦς κάπρος 17.21 ; but    II in Od., crafty, sagacious, of persons, Ἄτλας 1.52 ; Αἰήτης 10.137 ; Μίνως 11.322. (Sense 11 is derived from sense 1, cf. the signf. of δαΐφρων and δεινός ; expld. by Cleanth.Stoic.1.125 by ὁ ὑπὲρ ὅλων φρονῶν, i. e. ὁλο-.)

German (Pape)

[Seite 326] ον (vgl. ὀλοὰ φρονεῖν unter ὀλοός), Verderbliches sinnend, auf Tod u. Verderben sinnend, vom wilden, feindlichen Sinne; in der Il. heißen so ὕδρος, λέων, 2, 723. 15, 630, κάπρος, 17, 21; und so brauchen es auch stets die sp. D., wie Ap. Rh. 4, 818, Qu. Sm. 3, 425. 5, 405. – In der Od., wo Atlas, Aeetes, Minos, 1, 52. 10, 137. 11, 322 so heißen, erklärten es schon Alte, auf ὅλος zurückgehend, ὁ τῶν ὅλων φροντιστικός, der das Ganze bedenkt, allkundig, allklug, u. schrieben auch wohl ὁλοόφρων, u. stützten sich bes. auf den in der ersten Stelle mit Bezug auf Atlas folgenden Relativsatz, ὅςτε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν; eine andere Erklärung ist ὁ οὔλας ἢ ὑγιεῖς τὰς φρένας ἔχων, ganzen, tüchtigen, gefunden Sinn habend (vgl. δαΐφρων). Aber alle drei erscheinen im Homer als gewaltige, über das gewöhnliche menschliche Maaß der Klugheit hinausgehende und deshalb den Andern furchtbare, entsetzliche Wesen, die wenigstens gefährlich werden können, wenn sie auch in dem besondern Falle nicht einen gefährlichen Gebrauch von ihrer überwiegenden und verderblichen Klugheit u. Schlauheit machen.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοόφρων: -ονος, ὁ καὶ ἡ, (ὀλοός, φρὴν) ὁ τὸ κακὸν σκεπτόμενος, ὀλέθριος, ἐν τῇ Ἰλ. ἐπίθ. τοῦ ὕδρου, Β. 723· τοῦ λέοντος, Ο. 630· τοῦ συὸς κάπρου, Ρ. 21· ― ἀλλά, ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε ἐπίθ. τῶν πανούργων, δολίων, πολυτρόπων ἀνθρώπων τῶν ἐξ. Ἀσίας καταγομένων, οἷον τοῦ Ἄτλαντος, τοῦ Αἰήτου, τοῦ Μίνωος, Α. 52, Κ. 137, Λ. 322. ― Ἐν ταύταις ταῖς περιπτώσεσι προὐτάθη ὡς ἐτυμολογία τῆς λέξεως ἡ ἐκ τοῦ οὗλος = ὅλος, ὥστε ὁλοόφρων θὰ σημαίνῃ ὁ ὅλας τὰς φρένας ἔχων, δηλ. ἀγχίνους, ὀξύφρων, εὐθαρσής, ἀμείλικτος, κατὰ τὸν Γλάδστωνα, Gladst. Hom. Stud. 1. 224. Ἀλλὰ τοῦτο δὲν εἶναι ἀναγκαῖον, ὡς δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ δώσῃ τις διπλῆν σημασίαν εἰς τὴν λέξιν δαΐφρων, ἴδε ἐν λέξ.· εἶναι εὔλογον ὁ Αἰήτης καὶ ὁ Μίνως νὰ καλῶνται ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ὀλέθριοι ἢ καταστρεπτικοί· καὶ ὁ Ἄτλας δὲ ὡς Τιτὰν δύναται νὰ θεωρηθῇ ἄξιος τοῦ αὐτοῦ ἐπιθέτου.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 malfaisant, funeste;
2 redoutable, terrible.
Étymologie: ὀλοός, φρήν.

English (Autenrieth)

destructive-minded, baleful.

Greek Monolingual

ὀλοόφρων και οὐλοόφρων -όνος, ὁ, ἡ (Α)
ως επίθ.
1. αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, που σκέπτεται τον θάνατο και την καταστροφή κάποιου, ολέθριος, καταστρεπτικός («ὥς τε λέων ὀλοόφρων βουσὶν ἐπελθών», Ομ. Ιλ.)
2. οξύνους, μυαλωμένος, σοφός («Ἄτλαντος ὀλοόφρονος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοός (Ι) «ολέθριος, καταστρεπτικός» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων. Κατ' άλλους, η λ. με τη σημ. «οξύνους, μυαλωμένος» πρέπει να γραφεί ὁλοόφρων, οπότε είναι σύνθ. < ὁλοός (ΙΙ) + -φρων (< φρήν, φρενός) και σημαίνει «αυτός που σκέπτεται για όλα»].

Greek Monotonic

ὀλοόφρων: -ονος, ὁ και ἡ (ὀλοός, φρήν), αυτός που σχεδιάζει να κάνει κάποιο κακό, φθοροποιός, ολέθριος, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Ομήρ. Οδ., αναφέρεται πάντοτε σε πανούργους, δόλιους άντρες, όχι όμως σε Έλληνες· οι άντρες αυτοί θεωρούνταν ολέθριοι.

Russian (Dvoretsky)

ὀλοόφρων: 2, gen. ονος
1) замышляющий гибель, т. е. несущий гибель, губительный (ὕδρος, λέων, σῦς κάπροσ Hom.);
2) ужасный, страшный (Ἄτλας, Μίνως Hom.).

Middle Liddell

ὀλοό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, ὀλοός, φρήν
meaning mischief, baleful, Il.:—in Od. always of crafty, shrewd, men, not Greeks; such men being regarded as baneful.