παράβακχος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ον,
A like a Bacchanal, theatrical, Plu.Dem.9; θειασμός Eun.VSp.499 B.
German (Pape)
[Seite 471] neben dem Bacchus, der bacchischen Wuth nahe, Plut. Dem. 9.
Greek (Liddell-Scott)
παράβακχος: -ον, ὅμοιος βακχεύοντι, θεατρικός, Πλουτ. Δημοσθ. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
transporté de fureur.
Étymologie: παρά, Βάκχος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
άτακτος
αρχ.
όμοιος με βακχεύοντα, βακχικός, θεατρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + βάκχος].
Greek Monotonic
παράβακχος: -ον, όμοιος με βακχιστή, θεατρικός, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρά-βακχος -ον als een bacchante, in extase.
Russian (Dvoretsky)
παράβακχος: одержимый как бы вакхическим неистовством Plut.
Middle Liddell
παρά-βακχος, ον,
like a Bacchanal, theatrical, Plut.