γαλαξίας

From LSJ
Revision as of 06:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλαξίας Medium diacritics: γαλαξίας Low diacritics: γαλαξίας Capitals: ΓΑΛΑΞΙΑΣ
Transliteration A: galaxías Transliteration B: galaxias Transliteration C: galaksias Beta Code: galaci/as

English (LSJ)

ου, ὁ:    1 (sc. κύκλος) the milky way, D.S.5.23, Luc.VH1.16, Man.2.116, etc.; in full, γ. κύκλος Placit.2.7.1, Sallust.4.    II (sc. λίθος) = λίθος μόροχθος, tailor's chalk, Dsc.5.134.    III = γαλεός 1, Gal.6.727 (v.l. γαλεξ-).

German (Pape)

[Seite 471] ὁ (sc. κύκλος, was oft dabei steht, D. Sic. 5, 23), 1) die Milchstraße, D. Sic. 5, 23; Luc. V. Hist. 1, 16 u. a. Sp. – 2) λίθος, = γαλακτίτης, Plin. 37, 10.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλαξίας: -ου, ὁ:
1) (ἐξυπακ. κύκλος), ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ λευκὸς καὶ πολύαστρος δρόμος (κοιν. ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς) Λατ. circulus lacteus, via lactea, Διόδ. 5. 23, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 16, κτλ.· παρὰ Πτολεμ., γαλακτίας.
ΙΙ. (ἐξυπακ. λίθος) = γαλακτίτης, Διοσκ. 5. 152. ΙΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Γαλην. 6. σ. 395, ἔνθα γαλεξίας.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de lait, lacté : ὁ γαλαξίας κύκλος PLUT la voie lactée litt. le cercle lacté.
Étymologie: γάλα.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 Vía Láctea D.S.5.23, Luc.VH 1.16, Man.2.116, Cat.Cod.Astr.9(1).185, tb. denominada γ. κύκλος Ph.1.27, Sallust.4.8, Plu.2.892e, Cat.Cod.Astr.9(1).188.
2 mineral. greda Dsc.5.134, Plin.HN 37.162.
3 ict. prob. lamprea apreciadísima por los romanos, Gal.6.727, Orib.2.52.

Greek Monolingual

ο (AM γαλαξίας)
φακοειδές σύστημα με δισεκατομμύρια αστέρων και μεγάλα ποσά μεσοαστρικής ύλης η οποία αποτελείται από σκόνη και αέρια
νεοελλ.
1. κάθε ένα από τα πρώτα δόντια τών παιδιών και τών μικρών ζώων
2. (ορυκτ.) ορυκτό που αποτελείται από πυριτικό μαγνήσιο και αργίλιο, σαπωνόλιθος
3. ζωολ. είδος ψαριού
4. γένος Ανθόζωων της οικογένειας Στυλινιδών
5. είδος μύκητα
6. άλογο που έχει λευκό τρίχωμα στα χείλη
αρχ.
1. το ψάρι γαλέος
2. το ορυκτό μόροχθος που το χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Αίγυπτο για να λευκαίνουν υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαλαξίας (ενν. κύκλος) < γαλακτ-ιας < γάλα, -κτος + (επίθημα) -ίας (με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι-). Το μαρτυρούμενο γαλακτίας αποτελεί μτγν. λ.].

Russian (Dvoretsky)

γᾰλαξίας: ου ὁ (тж. γ. κύκλος) астр. млечный путь Arst., Plut., Luc., Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαλαξίας -ου, ὁ γάλα astr. de Melkweg. Luc. 13.16.