γαμετή

From LSJ
Revision as of 06:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰμετή Medium diacritics: γαμετή Low diacritics: γαμετή Capitals: ΓΑΜΕΤΗ
Transliteration A: gametḗ Transliteration B: gametē Transliteration C: gameti Beta Code: gameth/

English (LSJ)

ἡ, fem. of sq.,

   A married woman, wife, opp. concubine, [γυναῖκα] κτητήν, οὐ γαμετήν Hes.Op.406, cf. Pl.Lg.841d, Lys.1.31 (pl.), Men.Pk.237, PTeb.104.17 (i B. C.), etc.; γαμετῇ ἀλόχῳ Epigr.Gr.310 (Smyrna); so γαμετή alone, A.Supp.165 (lyr.), Arist.Fr.144, POxy.795.4 (i A. D.); τέκνα καὶ γαμετάς Phld.Ir.p.53 W., cf. Herc. 1457.10, al.

German (Pape)

[Seite 472] ἡ, die rechtmäßige Gattin, γυνή Hes. O. 404, der κτητή entgeggstzt; der ἑταίρα Philetaer. com. Ath. XIII, 559 a; Comici; Prosa, gew. mit γυνή, Plat. Legg. VIII, 841 d u. öfter; Xen. Oec. 3, 10; D. Sic. 4, 61; allein, Pol. 23, 18.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰμετή: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ.=ἔγγαμος γυνή, σύζυγος, κατ᾽ ἀντίθ. πρὸς τὴν παλλακὴν (κτητή), γυνή γαμ., νόμιμος σύζυγος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 404, Πλάτ. Νόμ. 841D, 868D, 874C· γαμετῇ ἁλόχῳ Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 310· οὕτω, γαμετὴ μόνον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 164, Λυσ. 94. 36, Ἀριστ. Ἀποσπ. 172.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
femme légitime, épouse.
Étymologie: adj. verb. de γαμέω.
Syn. γαμέτις, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.

Spanish (DGE)

(γᾰμετή) -ῆς, ἡ

• Alolema(s): γαμητή BCH 4.1880.199 (Isauria, crist.), 7.1883.237 (Isauria), 503 (Filadelfia), IG 3.3479 (crist.)

• Morfología: [dór. gen. -ᾶς A.Supp.165]
mujer legalmente casada, esposa legítima op. esclava o concubina:
a) como adj. γυνὴ γ. Hes.Op.406, Pl.Lg.841d, 868d, Lys.1.31, Men.Pc.487, PGiss.2.11 (II a.C.), PTeb.104.17 (I a.C.), Plu.2.141c, γ. ἄλοχος GVI 992.2 (Jonia II/III d.C.), TAM 3.700.6 (Termeso II/III d.C.), cóm. γαμετὴν ἑταίραν, ὡς ἔοικ', ἐλάνθανον ἔχων por lo visto tengo sin saberlo una hetera ‘legítima’ Men.Sam.130;
b) como subst. κοννῶ δ' ἄγαν γαμετ<ᾶς Διὸς> οὐρανονίκου A.l.c., γαμετὴν οὖσαν τὴν Ἑλένην Arist.Fr.144, μαρτυρῶ ... ὑὸν ɛ̄ναι τōτον γνήσιον ἐγ γαμετῆς IG 22.1237.110 (IV a.C.), τέκνα καὶ γαμετάς Phld.Ir.24.33, ἡ Ἀττάλου ... γ. Plb.22.20.1, ἑταίρᾳ μὲν πρὸς ἡδονὴν ὁμιλεῖ, γαμετῇ δὲ πρὸς τὸ συμφέρον Pythag.Ep.6.1, γνησ[ία] γ. PSI 64.4 (I a.C.), Vett.Val.380.32, ὅτι νόμῳ γαμετὴν ποιήσεταί σε Luc.DMeretr.7.1, γυνή σοι ... ἐστὶν οὐ γ. Philostr.VA 4.25, cf. LXX 4Ma.2.11, POxy.795.4 (I d.C.), I.BI 1.475, AI 11.209, D.P.Au.1.7, Plu.2.140b, Ael.NA 15.2, VH 13.33, 14.43, TD 67.9 (Pselchi), D.C.71.22.3, Vett.Val.380.32, 1Ep.Clem.6.3, IG l.c., Aristaenet.2.11.5, Gr.Nyss.Virg.262.2.

Greek Monolingual

γαμετή, η (AM) γαμέω
η νόμιμη σύζυγος.

Greek Monotonic

γᾰμετή: ἡ, θηλ. του επόμ., παντρεμένη γυναίκα, σύζυγος· γυνὴ γαμετή, έγγαμη γυναίκα, νόμιμη σύζυγος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰμετή: (тж. γυνὴ γ.) жена, супруга Hes., Aesch., Lys., Xen., Plat., Arst., Polyb., Diod.

Middle Liddell


fem. of γαμέτης a married woman, wife, γυνὴ γαμ. a wedded wife, Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαμετή -ῆς, ἡ of γαμέτις -ιδος γαμέω getrouwde vrouw, (wettige) echtgenote (vaak met toevoeging γυνή).