ἐπάργεμος

From LSJ
Revision as of 17:39, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάργεμος Medium diacritics: ἐπάργεμος Low diacritics: επάργεμος Capitals: ΕΠΑΡΓΕΜΟΣ
Transliteration A: epárgemos Transliteration B: epargemos Transliteration C: epargemos Beta Code: e)pa/rgemos

English (LSJ)

ον,

   A having a film over the eye, Arist.HA609b16, 620a1.    II metaph., dim, obscure, σήματα, θέσφατα, λόγοι, A.Pr.499, Ag.1113, Ch.665.

German (Pape)

[Seite 904] mit einem weißen Fleck auf dem Auge, blind, καὶ οὐκ ὀξυωπός Arist. H. A. 9, 1; καὶ πεπήρωται τοὺς ὀφθαλμούς 9, 34; übertr., dunkel, unverständlich, θέσφατα Aesch. Ag. 1084; λόγοι Ch. 654, vgl. Prom. 497.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάργεμος: -ον, ὁ ἔχων λεύκωμα, ἤτοι λευκὴν κηλῖδα, εἰς τὸν ὀφθαλμόν, ἢ ὁ τετυφλωμένος ὑπὸ λευκωμάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 22., 9. 34, 5, Πολυδ. Β΄, 65, Ἡσύχ. ΙΙ. μεταφ., σκοτεινός, ἀσαφής, σήματα, θέσφατα, λόγοι Αἰσχύλ. Πρ. 499, Ἀγ. 1113, Χο. 665.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
atteint d’une tache blanche sur l’œil ; fig. obscur.
Étymologie: ἐπί, ἄργεμος.

Greek Monolingual

ἐπάργεμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει άργεμο, δηλ. λευκή κηλίδα στο μάτι, τυφλός
2. σκοτεινός, ασαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άργεμον «λευκή κηλίδα στο μάτι»].

Greek Monotonic

ἐπάργεμος: -ον, αυτός που έχει λεπτή μεμβράνη στο μάτι, λευκή κηλίδα (= λεύκωμα)· μεταφ., σκοτεινός, συγκεχυμένος, ασαφής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάργεμος:
1) имеющий бельмо на глазу или подслеповатый (sc. ζῷον Arst.);
2) темный, непостижимый, сокровенный (θέσφατα, σήματα Aesch.): ἐπαργέμους λόγους τιθέναι Aesch. говорить неясно или обиняками.

Middle Liddell

ἐπ-άργεμος, ον
having a film over the eye: metaph. dim, obscure, Aesch.