ἐπιφωνέω
γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → bane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house
English (LSJ)
A mention by name, tell of, ἐπιφωνεῖν..ἱερὰν θήκην S.OC 1762 (anap.), cf. Aristaenet.1.14:—Med., Il.Parv.Fr.2. b add a title, Ph.1.337. 2 say with respect to, τινὶ ἐπιφώνημα Plu.Alex. 3 ; εἴς τι Id.Luc.39 ; ἐπί τινος Apollon.Cit.3 ; apply a phrase to, τινι Ath.5.178e: freq. of quoted sayings, ἐ. τὸ τραγικόν κτλ. Ph.1.127, cf. Plu.Alc.23, al. 3 call out, proclaim, exclaim, ἐ. ὡς εὖ ἡμῖν βεβίωται Epicur.Sent.Vat.47; ἐπεφώνουν λέγοντες κτλ. Ev.Luc.23.21, cf. PRyl.77.33 (ii A.D.); ἐ. τινὶ καλῶς λέγειν Aristeas 196, cf. Phld.Herc.1251.17,al., lG14.830 (Puteoli, ii A.D.); τῷ παρὰ δεῖπνον ἀκράτῳ προσδιδομένῳ τὸν Ἀγαθὸν ἐπιφωνοῦσι Δαίμονα Philonid.Med. ap. Ath.15.675b:—Pass., τὸ τοῖς γαμοῦσιν -φωνούμενον ταλασίῳ" Plu. Pomp.4. 4 respond, in ritual, LXX 2 Ma.1.23. 5 subjoin, add as a finishing touch, Demetr.Eloc.107:—Pass., ib.110, Hermog.Inv.4.9.
German (Pape)
[Seite 1002] zurufen, Sp.; τὸ τοῖς γαμοῦσιν ἐπιφωνούμενον Plut. Pomp. 4; beilegen, Ath. V, 178 e; zu Jemandem nennen, μήτ' ἐπιφωνεῖν μηδένα θνητῶν θήκην Soph. O. C. 1759; hinzusetzen in der Rede, benennen, nennen, Sp., wie Aristaen. 1, 14; nach Harpocr. der vulgäre Ausdruck für ἐπισημαίνεσθαι u. ἐπαινεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφωνέω: πλησιάζω εἴς τι μέρος φωνῶν, μήτ’ ἐπιφωνεῖν μηδένα θνητῶν θήκην ἱερὰν Σοφ. Ο. Κ. 1762, πρβλ. Ἀρισταίν. 1. 14: ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, Ἀποσπ. Ὁμ. 42. 2) ἐπιφωνῶ, λέγω τι περί τινος ἢ ἀναφερόμενος εἴς τι. ᾧ Ἡγησίας ὁ Μάγνης ἐπιπεφώνηκεν ἐπιφώνημα κατασβέσαι τὴν πυρκαϊὰν ἐκείνην ὑπὸ ψυχρίας δυνάμενον Πλουτ. Ἀλέξ. 3· εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλῳ 39· ἐφαρμόζω εἴς τινα, τινί τι Ἀθήν. 178Ε. 3) προσφωνῶ, τινί τι Πλουτ. Πομπ. 4. 4) συναινῶ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5853. 36.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pf. ἐπιπεφώνηκα;
1 dédier, consacrer à, τινι;
2 désigner par son nom, prononcer le nom de, acc.;
3 parler sur ou de : τινι, εἴς τι de qch.
Étymologie: ἐπί, φωνέω.
English (Strong)
from ἐπί and φωνέω; to call at something, i.e. exclaim: cry (against), give a shout.
English (Thayer)
ἐπιφώνω: (imperfect ἐπεφώνουν); to call out to, shout: followed by direct discourse, τί, L T Tr WH. (Sophocles on.))
Greek Monotonic
ἐπιφωνέω: μέλ. -ήσω,
1. αναφέρω ονομαστικά, κατονομάζω, σε Σοφ.
2. λέω κάτι για κάποιον ή κάνω αναφορά σε κάτι, τινί ή εἴς τι, σε Πλούτ.
3. καλώ σε βοήθεια ή απευθύνομαι προς, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφωνέω:
1) называть по имени, упоминать вслух (θήκην ἱεράν Soph.);
2) восклицать, издавать приветственные возгласы (τινι и εἴς τι Plut.).
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to mention by name, tell of, Soph.
2. to say upon or with respect to, τινί or εἴς τι Plut.
3. to call out or address to, Plut.