χιλιάς

From LSJ
Revision as of 12:55, 17 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">, ἡ</b>" to ", ἡ")

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιάς Medium diacritics: χιλιάς Low diacritics: χιλιάς Capitals: ΧΙΛΙΑΣ
Transliteration A: chiliás Transliteration B: chilias Transliteration C: chilias Beta Code: xilia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ: gen. pl.

   A χιλιάδων Hdt.2.28 (χιλιαδέων v.l. in 7.28):—a thousand, Id.6.58, 7.28, A.Pers.341; χ. τέτορες Simon. 91; c. gen., πολλὰς χιλιάδας ταλάντων Hdt.2.96, cf. 28; ἐννέα χιλιάδας ἐτῶν Pl.Phdr.257a.    2 generally, large number, Theoc.16.91, Luc.Herm.56; πολλαὶ χ., of lines of poetry, Call.Aet.Oxy.2079.4.    3 Χιλιάδες, αἱ, title of poem by Euph., Ath.10.436f, etc.    II = χιλιετηρίς, Alex.Aetol.4.4; Ῥωμαϊκὴ χ., title of work by Asinius Quadratus, St.Byz. s.v. Ἀνθιον (cf. χιλιαρχία 111, χιλιετηρίς).

German (Pape)

[Seite 1355] άδος, ἡ, die Zahl tausend, eine Anzahl von Tausend, χιλιὰς μὲν ἦν ὧν ἦγε πλῆθος Aesch. Pers. 341; ταλάντων Her. 2, 28. 96; Plat. Phaedr. 256 e; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιάς: -άδος, ἡ· γεν. πληθ. χιλιάδων Ἡρόδ. 2. 28· χιλιαδέων εἶναι ψευδὴς Ἰων. τύπος ἐν 7. 28· - ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀριθμὸς χίλιοι, Ἡρόδ. 6. 58., 7. 28, Αἰσχύλ. Πέρσ. 341· χ. τέτορες Σιμωνίδης 94· μετὰ γεν., πολλὰς χιλιάδας ταλάντων Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. 28· ἐννέα χιλιάδας ἐτῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 256Ε· - καθόλου, ἀόριστός τις ἀλλὰ πολὺ μέγας ἀριθμός, Θεόκρ. 16. 91, Λουκ. Ἑρμότ. 56. ΙΙ. = χιλιετηρίς, Ἀλέξανδρ. Αἰτωλ. παρὰ τῷ Meineke Anal. Alex. 228.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
le nombre mille, un millier ; p. ext. un gros chiffre.
Étymologie: χίλιοι.

English (Strong)

from χίλιοι; one thousand ("chiliad"): thousand.

English (Thayer)

χιλιαδος, ἡ (χίλιοι), a thousand, the number one thousand: plural, Sept. for אֶלֶף, אֲלָפִים. (Herodotus on.)

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
βλ. χιλιάδα.

Greek Monotonic

χῑλιάς: -άδος, ἡ, ο αριθμός χίλια, χιλιάδα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· με γεν., πολλαὶ χιλιάδες ταλάντων, σε Ηρόδ.· γενικά, πολύ μεγάλος αριθμός, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

χῑλιάς: άδος ἡ тысяча Her., Aesch., Plat. etc.: ἀνάριθμοι μήλων χιλιάδες Theocr. несчетные тысячи овец.

Middle Liddell

χῑλιάς, άδος,
the number one thousand, a thousand, Hdt., Aesch.; c. gen., πολλαὶ χιλιάδες ταλάντων Hdt.: —generally, a very large number, Theocr.