λυχνία
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
English (LSJ)
ἡ,
A lampstand, SIG1106.118 (Cos, iv/iii B. C.), IG11(2).161C66,68 (Delos, iii B. C.), LXX Ex.25.30(31), al., PGrenf.1.14.6 (ii B. C.), Ev.Matt.5.15, Plu.Dio9, Luc.Asin.40, etc.: condemned by Phryn. 289.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνία: ἡ, λυχνοστάτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 13, 3071. 8, Πλουτ. Δίων 9, Λουκ. Ὄν. 40, κτλ.· ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, Λοβ. Φρύν. 313.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chandelier ou lampe.
Étymologie: λύχνος.
Spanish
English (Strong)
from λύχνος; a lamp-stand (literally or figuratively): candlestick.
English (Thayer)
λυχνίας, ἡ, a later Greek word for the earlier λυχνίον, see Lob. ad Phryn., p. 313 f; (Wetstein (1752) on Winer s Grammar, 24); the Sept. for מְנורָה; a (candlestick) lampstand, candelabrum: Buttmann, 81 (70); Winer's Grammar, 536 (499)); to the seven 'candlesticks' (A. V. lamps; cf. B. D. (especially the American edition), under the word Smith's Bible Dictionary, Candlestick)) also the seven more conspicuous churches of Asia are compared in κινεῖν τήν λυχνίαν τίνος (ἐκκλησίας) ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς, to move a church out of the place which it has hitherto held among the churches; to take it out of the number of churches, remove it altogether, Revelation 2:5.
Greek Monolingual
η (AM λυχνία) λύχνος
νεοελλ.
κάθε συσκευή που παράγει φως με καύση ρευστών υλών ή αερίων ή με ηλεκτρικό ρεύμα
μσν.
λύχνος, λυχνάρι
μσν.-αρχ.
λυχνοστάτης.
Russian (Dvoretsky)
λυχνία: ἡ
1) светильник Plut., Luc., NT;
2) подсвечник (λύχνον ἐπὶ τὴν λυχνίαν τιθέναι NT).
Chinese
原文音譯:lucn⋯a 呂赫你阿詞類次數:名詞(12)
原文字根:燈(臺)
字義溯源:燈臺;源自(λύχνος)=可移動的燈,燭光),而 (λύχνος)出自(λευκός)=白的), (λευκός)又出自(Λυκαονιστί)X*=光)
出現次數:總共(12);太(1);可(1);路(2);來(1);啓(7)
譯字彙編:
1) 燈臺(12) 太5:15; 可4:21; 路8:16; 路11:33; 來9:2; 啓1:12; 啓1:13; 啓1:20; 啓1:20; 啓2:1; 啓2:5; 啓11:4